Connect with us

Άρθρα-Απόψεις

Αναζητώντας τον «Τρίτο δρόμο»…του Παναγιώτη Α. Κατσούλη

katsoulis Panos

(Κείμενο προβληματισμού, συμβολή στον όποιο πολιτικό διάλογο πραγματοποιείται στα πλαίσια της Συνδιάσκεψης της Δημοκρατικής Συμπαράταξης)

Έχοντας παρακολουθήσει τρεις περιφερειακές συνεδριάσεις (Αγρίνιο, Πάτρα), μια Κεντρική Επιτροπή (Αθήνα), καθώς και τον πολιτικό διάλογο που πραγματοποιείται μέσω των «Κινήσεων Πολιτών» – ο οποίος τολμώ να ισχυρισθώ πως αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα της συνολικής πολιτικής ρηχότητας που επικρατεί στη χώρα και στο χώρο συνολικά – εκτιμώ πως βαδίζοντας προς τη συνδιάσκεψη του Μαΐου, τα σημαντικά πολιτικά ζητήματα βρίσκονται έως σήμερα εκτός της ατζέντας και του πολιτικού προβληματισμού των λιγοστών συμμετεχόντων σε αυτές τις συνεδριάσεις, εκτός ελαχίστων ατομικών εξαιρέσεων.

Απεναντίας σε αυτές τις συνευρέσεις, αναπαράγεται δυστυχώς ο γνωστός εδώ και χρόνια «κακός μας εαυτός». Βερμπαλιστικές καταγγελίες για τα τεκταινόμενα της κυβερνητικής πολιτικής των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, λεκτικές διαπιστώσεις επί αυτών και μόνο, παρελθοντολογία, στρεβλή συζήτηση περί «κυβερνητικών συμμαχιών», πολιτικός ετεροπροσδιορισμός με περίσσεια ασάφεια «τιτλολογίας» (Κέντρο, Κεντροαριστερά, Σοσιαλδημοκρατία κ.α.), καθώς και μίζερες οργανωτικού χαρακτήρα αντιπαραθέσεις και «λυκοφιλίες» κάθε μορφής εναπομεινάντων τοπικών – και μη – παραγόντων.

Γνωρίζω πως αυτός ο κατακερματισμένος σήμερα χώρος, υπήρξε ανέκαθεν ο τόπος όπου διασταυρώνονταν εγωιστικές φιλοδοξίες και αντίπαλες «πολιτικές οικογένειες», οι οποίες κυοφορούσαν εμφύλια πάθη σε κορυφή και βάση. Η υποχώρηση της κοινωνικής και εκλογικής μας επιρροής και η εκτόπιση από την κυβερνητική εξουσία, αντί να θέσει στο περιθώριο αυτή την καθεστηκυία νοοτροπία, αντί να επιταχύνει τις συσπειρώσεις και να  ενθαρρύνει τις συγκλίσεις, πολλαπλασίασε τα «καπετανάτα» και απογείωσε τις «φατρίες». Ακόμη και τώρα που βρισκόμαστε στα όρια της πολιτικής περιθωριοποίησης, η ιστορία επαναλαμβάνεται ως τραγωδία, μ’ εμάς να υποδυόμαστε τους πρωταγωνιστές ενώ είμαστε οι κομπάρσοι της.

Ο «οργανωτισμός» κυριαρχεί, εν απουσία στοιχειώδους μάζας συλλογικής οργάνωσης. Η ουσιαστική πολιτική μας αυτονομία από τους δυο πυλώνες του τωρινού δικομματισμού, μετατρέπεται απόντος καθαρού πολιτικού στίγματος στη σύγχυση της συμπληρωματικής δύναμης, η οποία διαρκώς αμφιταλαντεύεται ως πολιτικό εκκρεμές, με αποτέλεσμα εξαιτίας και του «τακτικισμού» της δικαίως να συνθλίβεται στις μυλόπετρες τους.

Ρωτώ, με αφορμή την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα (διαπραγμάτευση, προσφυγικό), ποια πολιτικά μηνύματα εκπέμπουμε που αποτρέπουν τη σύγχυση αυτή; Ρωτώ, ποίες προτάσεις καταθέσαμε που τεκμηριώνουν τις αμφίπλευρες διαφορές μας και πείθουν την κοινωνία και ιδίως όλους όσοι – και δεν είναι λίγοι – αποστασιοποιούνται και απογοητεύονται από την κυβερνητική πολιτική, ότι ο χώρος μας δεν αποτελεί αποκούμπι του ενός ή του άλλου, αλλά μια συμπαράταξη με διακριτό ρεαλιστικό σχέδιο για την κοινωνία και τη χώρα;

Χαρακτηριστικό παράδειγμα προς αποφυγή η πρόσφατη τακτική μας. Ζητάμε επισταμένως «Οικουμενική», την ώρα που ακόμα και η ίδια η ΝΔ την απορρίπτει, άλλο που την ονομάζουμε «εθνικής ενότητας» για να μην συμπίπτουμε με το Λεβέντη, που είναι και ο πατέρας της εν λόγω πρότασης. Ταυτόχρονα απαιτούμε να «παραιτηθεί η κυβέρνηση Τσίπρα», να μην γίνουν εκλογές και να προκύψει κυβέρνηση από την παρούσα βουλή. Δηλαδή ο Τσίπρας θα παραιτηθεί και ακολούθως θα μπει σε κυβέρνηση (χωρίς τον ίδιο;), που όμως απορρίπτει η ΝΔ. Ήτοι με ποιους; Με το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, που όμως δεν μπαίνουν σε μια τέτοια κυβέρνηση χωρίς τη ΝΔ… Επομένως, είτε διατυπώνεται μια πρόταση χωρίς καμία απολύτως πρακτική αξία, η οποία όμως στην πράξη λειτουργεί υπέρ του Κυριάκου Μητσοτάκη που έχει καθαρή θέση για πρόωρες εκλογές, είτε θα πουν κάποιοι πως διατυπώνεται εκ του πονηρού για να οδηγήσει σε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ-Ποτάμι, την οποία άλλωστε επιζητούν και οι ευρωπαίοι σοσιαλιστές…

Κάτι αντίστοιχο εκπέμπεται σχετικά και με τις αναζητήσεις πολιτικών συμμαχιών. Εσκεμμένα ή μη, «το κάρο μπαίνει συνεχώς μπροστά από το άλογο» και οι συνεργασίες – συμμαχίες φαντάζουν ως το απόλυτο θέσφατο της πολιτικής μας ύπαρξης. Άπαντες συζητούμε και φιλονικούμε αδιαλείπτως, για το «με ποιον θα πάμε» και όχι για το «πού θέλουμε να πάμε»! Πρώτα φτιάχνεις το σπίτι σου με γερά θεμέλια και μετά αποφασίζεις με ποιον, αν χρειάζεται, θα συγκατοικήσεις. Διαφορετικά είτε η συγκατοίκηση δεν θα είναι αρμονική και σύντομα θα αναζητάς «άλλο σπίτι», είτε θα σου δώσουν προσωρινά ένα δωμάτιο στο σπίτι του «συμμάχου» σου, μέχρι να σου κάνουν έξωση…

Ίσως όμως κάποιοι ισχυρισθούν και όχι αδίκως, ότι αυτή η αμφισημία είναι μια εξ ανάγκης προσωρινή κατάσταση, η οποία είναι σαφώς καλύτερη από την προηγούμενη, όπου είχαμε «κατηγοριοποιηθεί» ως ο κατ’ επάγγελμα κυβερνητικός εταίρος της ΝΔ. Αναμφίβολα έτσι είναι, μόνο που αυτός ο ρόλος ταίριαζε και ταιριάζει γάντι σε ορισμένους «συντρόφους», με αποτέλεσμα ακόμη και τώρα να τον «ονειρεύονται ξύπνιοι», τροφοδοτώντας τις εσωτερικές αντιπαλότητες που αποτελούν πια το «επιστημονικό τους διδακτορικό». Ορατό αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, είναι πως η διατυπωθείσα εδώ και μήνες τολμηρή πρόταση της Προέδρου του ΠΑΣΟΚ Φώφης Γεννηματά, έχει «τραυματιστεί» βαριά και τείνει να καταστεί «άνευρη», εγκλωβισμένη μέσα στο «χωνευτήρι των γνωστών εσωκομματικών ισορροπιών».

Όσον αφορά τα πρόσωπα περί των οποίων σηκώνεται πολύ κουρνιαχτός. Προφανώς έχουν και θα έχουν σε κάθε πολιτικό εγχείρημα σημαντικό ρόλο. Όμως η ερημοποίηση του χώρου δεν οφείλεται στην έλλειψη ικανών, ταλαντούχων και οξυδερκών ανθρώπων. Το αντίθετο  συμβαίνει ακόμη και σήμερα, σε πλήρη αναντιστοιχία με την ανυπαρξία του κυβερνώντος κόμματος. Υπάρχουν πολλοί, μόνο που πορεύονται «μόνοι και απομονωμένοι». Η εσωκομματική «λειψανδρία» που παρατηρείται, οφείλεται στην επικράτηση εκείνων των πολιτικών αντιλήψεων που θάμπωσαν τη φυσιογνωμία του χώρου, έπληξαν την αυτοτέλειά του, υπονόμευσαν την αυτονομία του και αντικαταστάθηκαν από προσωπικές στρατηγικές ατομικής επιβίωσης και επιβεβαίωσης.

Έχω την αίσθηση πως δεν γίνεται αντιληπτό το βάθος της προβληματικής κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε και για όσο καιρό δεν υφίσταται η καθολική εξακρίβωση των αιτιών της, θα εξακολουθούμε να παραμένουμε «κλινήρης». Γιατί όπως δεν υπάρχει «ολίγον ασθενής», έτσι δεν υφίσταται και το «ολίγον καλά»… Γι’ αυτό και τη μια μέρα θα κυριαρχεί η εγωκεντρική εσωστρέφεια με όρους παρελθόντος και την άλλη ο πανηγυρισμός, γιατί κάποια δημοσκόπηση μας έδειξε στο 8%, ήτοι είναι σαν να θριαμβολογούμε μόλις από την «εντατική πάμε στο θάλαμο ανάρρωσης», μέχρι νεωτέρας.

Άποψη μου είναι, πως βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι στο μεταίχμιο μιας κατάστασης κρίσης πολιτικής ταυτότητας και πρέπει, το συντομότερο δυνατόν, με ουσιαστικούς όρους να βγούμε από αυτή τη δύσκολη θέση. Για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Αντόνιο Γκράμσι, είμαστε σ’ εκείνη τη θέση που «ο παλιός Κόσμος πεθαίνει και ο καινούργιος πασχίζει για να γεννηθεί». Ο «παλιός Κόσμος» αφορά το σύνολο των ιδεολογικών, πολιτικών, οργανωτικών μας αντιλήψεων, από τον οποίο πρέπει να αποφασίσουμε τι κρατάμε και τι αφήνουμε στην άκρη. Ο «καινούργιος κόσμος», σχετίζεται με τις νέες συνθήκες που παγκοσμίως επικράτησαν σταδιακά από τη δεκαετία του ΄90 και μετά και εμφανίστηκαν με καταιγιστικό τρόπο στο προσκήνιο της χώρας μας με την έλευση της οικονομικής κρίσης, κατά την τελευταία 7ετία.

Δεν θα κάνουμε βήματα διεξόδου από αυτή την κατάσταση, αν αντί να κοιτάμε μπροστά ομφαλοσκοπούμε στρουθοκαμηλίζοντας με όρους παρελθόντος. Η εκλογική και κοινωνική μας κατάρρευση όντως θα μπορούσε να έχει μετριαστεί. Αναμφίβολα άλλη προοπτική καταγράφει το 5% και άλλη το 15%. Όμως και σ’ αυτό την ιδεατό ενδεχόμενο η κρίση μας θα ήταν παρούσα, ενδεχομένως συγκαλυμμένη. Και εν τέλει, αυτό κρίθηκε. Η κοινωνία, οι εργαζόμενοι, οι αγρότες, οι άνεργοι, η νεολαία, η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, ελάχιστα κόπτονται για όλα αυτά. Εκείνο που τους απασχολεί, είναι η βελτίωση της ζωής τους στο παρόν και η σκιαγράφηση εφικτής πολιτικής χάραξης καλύτερου μέλλοντος.

Τα συσσωρευμένα αναπάντητα ερωτήματα – πολιτικά αιτούμενα, στα οποία εμείς καλούμαστε να δώσουμε ρεαλιστικές απαντήσεις είναι:

Πώς μια χώρα με:

  • Στρεβλό, σε μακροχρόνια καθίζηση παραγωγικό μοντέλο και ασθμαίνοντα τραπεζικό τομέα,
  • Κρατικές υποδομές προστιθέμενης αξίας στα χέρια «άλλων»,
  • Αναποτελεσματική, άκρως γραφειοκρατικοποιημένη και συγκεντρωτική κρατική μηχανή,
  • Κρατικοδίαιτη, σε μεγάλο βαθμό, επιχειρηματική ελίτ,
  • Χρεωκοπημένο στις συνειδήσεις των πολιτών πολιτικό σύστημα,
  • Χειραγωγημένα ΜΜΕ,
  • Ανεπαρκή και σ’ ένα βαθμό παρωχημένη δημόσια εκπαίδευση,
  • Θεσμικές δυσλειτουργίες και μακροχρόνιες παθογένειες σε όλους τους τομείς,
  • Εντεινόμενες κοινωνικές ανισότητες,
  • Ασφυκτικές συνθήκες οικονομικής εξαθλίωσης και ανεργίας,
  • Κυριαρχία κουλτούρας και νοοτροπίας εγωιστικών μικροσυμφερόντων.

Μέσα σ’ ένα ασταθές και διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον οικονομικής αλληλεξάρτησης και χρηματοπιστωτικού κανιβαλισμού,

Ιδιαίτερα επιβαρυμένο στην περιοχή μας, σε συνθήκες εμπόλεμης κατάστασης, μεγάλης και μικρής έντασης ανταγωνισμών, καθώς και συνεχών μεταναστευτικών ροών,

Σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που πνέει τα λοίσθια, εξαιτίας της πολιτικής της ανεπάρκειας – μη ενοποίησης και του γραφειοκρατικού και ως ένα βαθμό αντιδημοκρατικού τρόπου λειτουργίας της, την ώρα που δυναμώνει η λογική της Ευρωπαϊκής Ένωσης «των πολλών ταχυτήτων» και θεριεύουν οι διαφόρων μορφών εθνικισμοί στο εσωτερικό της,

Υπό τη δαμόκλεια σπάθη των δημοσιονομικών δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί και οι όποιες με όλα όσα (δεν) γίνονται σήμερα επεκτείνονται τουλάχιστον έως τις αρχές της νέας δεκαετίας 2020 – 2030,

Δύναται (;)

Εντός ενός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος (πχ δεκαετία έως δεκαπενταετία),

Με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κοινωνική συναίνεση και πολιτική σύνεση,

    • Να επιλέξει (επιτέλους), να υποστηρίξει και να εφαρμόσει ένα νέο αποτελεσματικό παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης,
    • Να τολμήσει την επαναθεμελίωση της κρατικής της υπόστασης, με ενιαίες αρχές διαφάνειας και αξιοκρατίας,
    • Να θέσει κανόνες ορθής θεσμικής λειτουργίας ισονομίας, ισοπολιτείας και κοινωνικής δικαιοσύνης,
    • Να προβεί σε ριζικές μεταρρυθμίσεις στο πολιτικό της σύστημα, επανάκτησης της αξιοπιστίας του,
    • Να μειώσει τις κοινωνικές ανισότητες,
    • Να περιορίσει τη διευρυμένη φτώχεια, τη συμπίεση της μεσαίας τάξης και της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας,
    • Να εκσυγχρονίσει την εκπαιδευτική της διαδικασία και να την συνδέσει με το νέο (ποιο;) παραγωγικό μοντέλο,
    • Να εμπεδώσει την «κανονικότητα» της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, με την ευρεία έννοια,

 

  • Να επαναφέρει σταδιακά συνθήκες εθνικής κυριαρχίας, σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον εντός Ευρώπης,

 

Τα οποία πρέπει και να μεταφράζονται άμεσα στα πεδία της εφαρμοσμένης πολιτικής, στα καίρια ζητήματα:

  • Της συνταγματικής αναθεώρησης
  • Της φορολογικής διεύρυνσης
  • Του ασφαλιστικού συστήματος
  • Της επανίδρυσης του κοινωνικού κράτους
  • Της αναδιανομής του όποιου παραγόμενου πλούτου
  • Της διοικητικής αποκέντρωσης και επαναθεμελίωσης του κράτους
  • Της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης
  • Της παραγωγικής ανασυγκρότησης
  • Της λειτουργίας των ΜΜΕ

Και αν όντως δύναται (;), τότε,

Ποιος; Ποιοι;

Ήτοι, ποιο είναι εκείνο το συλλογικό πολιτικό υποκείμενο, το οποίο θα καταστήσει τη δυνητική θεώρηση έμπρακτη εφαρμογή και θα…

  • Οραματισθεί προγραμματικά αυτό το μακρόπνοο πολιτικό σχέδιο,
  • Το επεξεργασθεί συλλογικά και ρεαλιστικά, βάζοντας στην άκρη τον εγκαθιδρυμένο «παραγοντισμό των αξιωματούχων» του και τις «εσωκομματικές ισορροπίες τρόμου» που τον συνοδεύουν,
  • Διαμορφώσει ουσιαστικές και όχι κατ’ επίφαση προϋποθέσεις κοινωνικού διαλόγου, επιλέγοντας ταυτοχρόνως συνειδητά και όχι καιροσκοπικά, πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες εφικτών μέτρων υλοποίησης του,

Ώστε να πραγματοποιήσει με τον κατάλληλο βηματισμό το πολιτικό του σχέδιο, για την Ελλάδα του μέλλοντος απαλλαγμένη από τις αμαρτίες του παρελθόντος.

Είμαι σαφής. Η ύπαρξη και λειτουργία ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στη χώρα μας, αποτελεί επιτακτική αναγκαιότητα για την κοινωνία και την ίδια τη χώρα. Ενός πολιτικού υποκειμένου που θα συμπυκνώσει και θα εκφράσει τις διάσπαρτες κοινωνικές δυνάμεις που σκέφτονται στο παρόν με μελλοντικούς όρους ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ. Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, δεν μπορούν να δοθούν από μοναχικούς διανοούμενους, «κλειστές παρέες» και «ινστιτούτα μιας χρήσης». Απαιτούνται συλλογικές επεξεργασίες, ουσιαστικός διάλογος και αντιπαράθεση θέσεων και αντιλήψεων.

Αυτό το πολιτικό υποκείμενο δεν υφίσταται σήμερα και ούτε πρόκειται εμείς να το προσεγγίσουμε μέσω συγκολλήσεων κορυφής και αμφίσημων καιροσκοπικών συμμαχιών. Το πρόβλημα δεν είναι οργανωτικού χαρακτήρα και εντέχνως αποκρύπτεται η πολιτική του ουσία κάτω από το χαλί της αντιπαράθεσης του τύπου, «Συνομοσπονδία κομμάτων ή διάλυση των υπαρχόντων σχηματισμών και ξεκίνημα από μηδενική βάση».

Κατά την άποψη μου, το τωρινό βασικό ζητούμενο πρέπει να είναι ένα: Το όχημα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης (θέλουμε;), αλλά και (δύναται;), να μετασχηματισθεί πολιτικά σε ένα ενιαίο, σύγχρονο, ανοιχτό στην κοινωνία πολιτικό οργανισμό και αυτός ο δημοκρατικός μετασχηματισμός ποία πολιτική κατεύθυνση θα υπηρετεί;

Θέση μου είναι, πως η επιλογή αυτή είναι μονόδρομος και δεν μπορεί να υπηρετηθεί με το «όλα χύμα» στη βάση και τις συμφωνίες «μοιράσματος ισχύος» στην κορυφή, που ισχύει μέχρι σήμερα ως τρόπος λειτουργίας της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Ένας «ασπόνδυλος μηχανισμός» δεν μπορεί να γίνει παραγωγός πολιτικής. Απλά θα συνεχίσει να υφίσταται μέχρι να τον ξεπεράσει η ίδια η πραγματικότητα. Απαιτούνται προσδιοριστικές αρχές, αξίες, σχέδιο, πολιτική κατεύθυνση και στοιχειώδης μάζα οργάνωσης. Συγκεκριμένα:

Ισχύει σήμερα για μας ή όχι η πολιτική διάκριση – αντίθεση Δεξιάς – Αριστερής πολιτικής; Συνακόλουθα, έχει βάση η πολιτική αντίθεση προοδευτικής και συντηρητικής πολιτικής; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό και τις θέσεις μας σ’ ένα σύνολο ζητημάτων, οι οποίες σχετίζονται με την προοπτική, καθώς και με το πως, δηλαδή μέσω ποιών πολιτικών υπερασπιζόμαστε το δημόσιο συμφέρον στο παρόν, χαράζοντας το μέλλον.

Η όποια συζήτηση διεξάγεται σήμερα σε κεντρικό επίπεδο περί «φυσιογνωμίας» είναι λειψή και τις περισσότερες φορές εκ του πονηρού, αφού ο προτείνων εκφράζεται έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του την προσωπική του εξέλιξη, επιβεβαίωση και ανέλιξη. Άποψη μου είναι πως δεν έχουμε απλά να επιλέξουμε μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Ισχύει διεθνώς με νέους όρους, η κρατούσα από τη Γαλλική Επανάσταση διάκριση – αντίθεση τους. Όμως ακριβώς επειδή η κατάσταση παγκοσμίως έχει αλλάξει συθέμελα την τελευταία 25ετία, θέση μου είναι πως «Υπηρετούμε την αντίθεση υπερβαίνοντας την». Επιλέγουμε δηλαδή τη σύνθεση ενός «Τρίτου δρόμου» και δεν στεκόμαστε στη μέση της αντίθεσης, αναμασώντας θεωρίες άνευ περιεχομένου περί «προοδευτικού κέντρου ή κεντροαριστεράς».

Ποιος είναι αυτός ο «Τρίτος δρόμος»; Είναι η κοινωνική και πολιτική διαμόρφωση ενός χώρου που δεν θα εμφανίζεται και δεν θα είναι ο συμβιβασμός μεταξύ των δύο κυρίαρχων πόλων της αντίθεσης, αλλά η μορφή υπέρβασης και του ενός και του άλλου. Επομένως είναι εκείνος ο πολιτικός σχηματισμός, ο οποίος με όρους κοινωνικής βάσης αναπτύσσει, διατηρεί και επεκτείνει τα πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά του στοιχεία με ταυτόχρονη αμφίπλευρη παραδοχή αλλά και αναίρεση. Ούτε «εκκρεμές», ούτε «πολιτική ίσων αποστάσεων».

Άλλωστε διαχρονικά η «γηραιά» σοσιαλδημοκρατία, συμπύκνωνε και εξέφραζε με διαφορετικό τρόπο στοιχεία του πολιτικού φιλελευθερισμού, τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και στη χώρα μας, όπου η ελληνική Δεξιά δεν μπορούσε και δεν μπορεί λόγω των παρακαταθηκών της να τα υπερασπισθεί. Συμπύκνωνε όμως και εξέφραζε αιτήματα και του λαϊκού κινήματος, καθώς και τον ριζοσπαστισμό αιτημάτων της Αριστεράς της χώρας μας, που η τελευταία είχε αφήσει «μετέωρα» και εκτός κυβερνητικού πλαισίου, ειδικά μετά τη δεκαετία του ΄80.

Κάτι τέτοιο βέβαια προϋποθέτει όχι μόνο την επαναβεβαίωση των αφετηριακών παραδοχών και των ηθικών και αξιακών στοιχείων της πρωθύστερης ιδεολογίας και πολιτικής μας συγκρότησης, αλλά και την επανά-σηματοδότηση τους, εξαιτίας της κρίσης που βιώνουν τόσο το μοντέλο της κλασσικής σοσιαλδημοκρατίας όσο και αυτό του φιλελευθερισμού, ο οποίος έχει μετατραπεί σε αγοραίο, ακραίο νεοφιλελευθερισμό στη λεγόμενη μεταβιομηχανική εποχή παγκοσμίως.

Για ν’ ανοίξω λίγο τη συζήτηση, υποστηρίζω ότι όσο παραμένουμε εγκλωβισμένοι στο μεταίχμιο μεταξύ θεωριών νεωτερικότητας και μετά -νεωτερικότητας, μεταξύ δηλαδή της κρίσης των παλιών μοντέλων πολιτικής και κρατικής διαχείρισης και της αδυναμίας υπέρβασης τους μέσω νέων κοινωνικών μοντέλων οργάνωσης της αλλαγής αυτών, τότε θα συνεχίσουμε να βιώνουμε μια κρίση ταυτότητας. Κρίση η οποία τελικά καταλήγει σε απώλεια της ίδιας της αυτονομίας της πολιτικής, νοούμενης ως η δυνατότητα του συλλογικού καθορισμού των πολιτικών αποφάσεων και των κοινωνικών τους επιπτώσεων και επομένως απορρόφησης της από ένα ιδιότυπο κράμα οικονομισμού και τεχνοκρατικής διαχείρισης διεθνώς.

Αυτή είναι η υφιστάμενη κατάσταση τα τελευταία πολλά χρόνια, με αποτέλεσμα η διάκριση – αντίθεση προοδευτικής και συντηρητικής πολιτικής να έχει καταστεί «αόρατη» για τους πολλούς που βιώνουν τις συνέπειες αυτής της πολιτικής. Γνωρίζω και πολλοί γνωρίζουμε, πως ένα από τα βασικά αίτια αυτής της διαμορφωθείσας κατάστασης, σχετίζεται με την απώλεια άσκησης «εθνικής πολιτικής», με τους όρους της εποχής προ της παγκοσμιοποίησης. Ο μετασχηματισμός του εθνικού κράτους από φορέα κυρίαρχης έκφρασης της πολιτικής βούλησης σ’ ένα απλό κόμβο διαμεσολάβησης, στα πλαίσια μιας πολυεπίπεδης διακυβέρνησης και η συρρίκνωση της ρυθμιστικής εμβέλειας, παρέμβασης και οργάνωσης του, ρίχνει την πολιτική και το δημοκρατικό έλεγχο ως κατασπαραγμένους σκλάβους στη ξέφρενη αρένα των αγορών.

Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε: Όπως δεν υφίσταται «σοσιαλισμός σε μια μόνη χώρα», έτσι και δεν υφίσταται «καπιταλισμός χωρίς πολιτική νομιμοποίηση». Εξ ου και ο λόγος για τον οποίο διαρκώς αναβάλλεται το ζήτημα της πολιτικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης και ο νεοφιλελευθερισμός «έρχεται γάντι» ως ο πολιτικός μανδύας άσκησης της κυρίαρχης πολιτικής. Το αποτέλεσμα όμως είναι, να αμφισβητείται εντόνως η νομιμοποίηση της ίδιας της Ευρώπης ως πεδίο λήψης πολιτικών αποφάσεων και να φθίνει συνεχώς η εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων πολιτών στην αξιοπιστία των κρατών – μελών και των γειτόνων τους. Αυτή η Ευρωπαϊκή πολιτική απέτυχε να δώσει απαντήσεις στις διεθνείς απειλές και να προστατέψει τους λαούς από την κρίση, με αποτέλεσμα σε πολλές χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας καθώς και σε κόμματα του ευρωπαϊκού πυρήνα, να κερδίζει έδαφος ο ακροδεξιός, εθνικιστικός λαϊκισμός (Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Φιλανδία κ.α.), καθώς και οι εκπρόσωποι των αποσχιστικών τάσεων από το ευρώ αλλά και την ίδια την Ε.Ε. Χειροπιαστό αποτέλεσμα η κατάρρευση ενός εκ των θεμελίων λίθων του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, η Συμφωνία Σένγκεν. Η συγκρότηση ενός κινήματος της αντί – παγκοσμιοποίησης με εθνικιστικές παραδοχές, είναι προ των πυλών.

Οι προοδευτικές δυνάμεις δεν μπορούν να είναι παρακολουθητές αυτής της εξέλιξης. Ειδικότερα στις τωρινές συνθήκες, όπου μέσω της επιχειρούμενης αυτό – διάλυσης της Ε.Ε. διαμορφώνεται το νέο θεσμικό οικοδόμημα της «Ευρωπαϊκής Ένωσης των πολλών ταχυτήτων». Οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, οι προοδευτικές δυνάμεις με την ευρύτερη έννοια, οφείλουν να σταθούν εμπόδιο στην εξέλιξη αυτή, θέτοντας ταυτόχρονα επί τάπητος το ζήτημα της πολιτικής  ολοκλήρωσης της Ε.Ε. με ταυτόχρονη ενδυνάμωση του δημοκρατικού θεσμικού πλαισίου άσκησης πολιτικής. Η οικονομική διακυβέρνηση πρέπει να στηρίζεται στη δημιουργία ενός νέου πλαισίου, το οποίο οφείλει αλλά και δύναται να αποκτήσει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η δημιουργία νέου πλαισίου πολιτικής διακυβέρνησης περνά μέσα από τους θεσμούς. Οι μετασχηματισμένοι θεσμοί μπορούν να μετατραπούν στο «καλούπι», πάνω στο οποίο θα θεμελιωθεί η διαφορετική όψη και το σχήμα της νέας ευρωπαϊκής πολιτικής πραγματικότητας.

Ειδικότερα για τις χώρες του Νότου όπως εμείς, το πολιτικό ζήτημα καθίσταται πιο επιτακτικό, γιατί σχετίζεται άμεσα με την ίδια την ισότιμη ύπαρξη τους στην ευρωζώνη. Η πορεία των τελευταίων θέτει αμείλικτα το ερώτημα: Οι οικονομίες του Νότου είναι σε θέση να μεταρρυθμιστούν, να αποκτήσουν παραγωγική βάση και αναδιανεμητικό κοινωνικό κράτος, υπό την κυριαρχία αυτής της εφαρμοσμένης πολιτικής; Είναι δηλαδή σε θέση οι κατευθυνόμενοι ευρωπαϊκοί πόροι, να μετασχηματίσουν σε κεφάλαιο γνώσης και αυτούσιας παραγωγικής βάσης των χωρών του Νότου; Θεωρώ πως αν δεν υπάρξουν εσωτερικές μεταρρυθμιστικές δυνάμεις, οι οποίες να είναι τουλάχιστον ικανές να συνεννοηθούν και να κινητοποιήσουν ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.

Το συμπέρασμά από όλα τα έως τώρα ιστορικά δεδομένα και κυρίως από την αδιάψευστή σκληρή πραγματικότητα των τελευταίων ετών, είναι ότι η Ευρώπη έχει ανάγκη από κέντρα πολιτικού ελέγχου. Κέντρα που όμως πρέπει να έχουν θεσμική κατοχύρωση, όχι της μορφής βέβαια του Eurogroup. Το ζήτημα της οικονομικής διακυβέρνησης, είναι πως οι ασυμμετρίες που γεννούν οι ευρύτερες οικονομικές ενώσεις – και αυτό είναι σχεδόν νομοτελειακό – δεν είναι και αναγκαίο να εκδηλώνονται με τον τρόπο που τις ζούμε τα πολλά τελευταία χρόνια, αν οι πολιτικές αποφάσεις έχουν το σωστό προσανατολισμό.

Βέβαια το ζήτημα είναι ποιες πολιτικές δυνάμεις; Ποια ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και με ποιούς συμμάχους; Η Γερμανική της εκδοχή ή κάποια άλλη και ποια; Θέση μου είναι πως υφίστανται δυνάμεις τόσο στο εσωτερικό του «Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος», όσο και στα «δεξιά» και «αριστερά» αυτού. Ξεκάθαρη προγραμματική αντίληψη και πολιτικές παρεμβάσεις δεν υπάρχουν, εξ ου και ο «μεγάλος γερμανικός συνασπισμός» από τη μια, αλλά και οι πολιτικές «γελοιότητες» με τον Τσίπρα καθώς και την κυβερνητική συμμαχία στην Πορτογαλία από την άλλη. Φθάσαμε στο σημείο ο Ζ. Γκάμπριελ, ηγέτης των Σοσιαλδημοκρατών της Γερμανίας και υπουργός Οικονομίας, να είναι πιο ένθερμος υποστηρικτής της υπό έγκριση νέας TTIP, ακόμη και από την ίδια τη Μέρκελ, (TTIP: Διατλαντική Συμφωνία Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου και Επενδύσεων, μεταξύ Αμερικής και Ε.Ε.) – η οποία σηματοδοτεί την περαιτέρω φιλελευθεροποίηση των παγκόσμιων αγορών και την άρση κάθε μορφής περιβαλλοντικής προστασίας.

Γι’ αυτό και θεωρώ πως είναι καιρός, να αναλάβουμε ΕΜΕΙΣ, τώρα, την πρωτοβουλία για ένα ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, τόσο σε σχέση με τις κυοφορούμενες εξελίξεις στην Ε.Ε. όσο και για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις πολιτικές έλεγχου του σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης.

Άλλωστε τα κυρίαρχα πολιτικά αιτούμενα που σήμερα παραμένουν ανοιχτά, δεν είναι άλλα από το τετράπτυχο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ – ΑΣΦΑΛΕΙΑ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ. Σ αυτό το πλαίσιο η σοσιαλδημοκρατία του παρόντος και του μέλλοντος, οφείλει να θέσει το διακύβευμα της εποχής: Τη διασφάλιση της αυτονομίας της πολιτικής κοινότητας και του συλλογικού δημοκρατικού καθορισμού της σε εθνικό επίπεδο, παράλληλα με τη συμμετοχή της στην επικοινωνία και στο δημοκρατικό έλεγχο με τις άλλες εθνικές – κρατικές κοινότητες, με σκοπό την ανάδυση μιας ευρύτερης μετά – εθνικής επικράτειας που θα περιλαμβάνει σ’ ένα ενιαίο σύνολο τις εθνικές δημοκρατικές οντότητες. Ο αγώνας αυτός αν και δύσκολος μπορεί και πρέπει να κερδηθεί, ειδάλλως θα μας «καταπιεί» η δίνη της πολιτικής «της αυτορρύθμισης των αγορών».

Αν στη δεκαετία του ΄80 κάναμε λόγο για πολιτικές δημοκρατικού σοσιαλισμού και κοινωνικού κράτους στο πλαίσιο που καθόριζε το έθνος – κράτος εκείνης της περιόδου, τώρα οφείλουμε να σκιαγραφήσουμε αντίστοιχες πολιτικές διεξόδου από την κρίση με πολιτικό πρόσημο κοινωνικής δικαιοσύνης, ισότητας, ειρήνης, ελευθερίας και περιβαλλοντικής προστασίας, στο πλαίσιο μιας δημοκρατικά ελεγχόμενης υπέρ – εθνικής κοινότητας, η οποία όμως δεν θα καταργεί αλλά θα συμπεριλαμβάνει ως δομικό της στοιχείο την εκάστη τωρινή μετασχηματισμένη εθνική – κρατική οντότητα.

Ιστορικά άλλωστε οι σοσιαλιστικές δυνάμεις ήταν εκείνες οι οποίες επέκτειναν τον πολιτικό φιλελευθερισμό, καθώς διεύρυναν την έννοια του πολίτη ώστε να μην ορίζεται και περιορίζεται στη βάση συγκεκριμένων οικονομικών – ταξικών χαρακτηριστικών. Οι αλλαγές αυτές συντέλεσαν αποφασιστικά σε δομικούς μετασχηματισμούς του ίδιου του εξουσιαστικού – κρατικού φαινομένου. Τα συντάγματα κατά παραχώρηση που απέσπασαν οι αστοί από τους φεουδάρχες, συνέβαλαν στη δημιουργία των νεωτερικών κρατών, τα οποία ως «νυχτοφύλακες» περιφρουρούσαν αποκλειστικά τη διαφύλαξη των όρων του κατά παραχώρηση συντάγματος. Η διαχείριση του μονοπωλίου της φυσικής βίας έγινε πλέον πιο συναινετική. Αργότερα με τη συμμετοχή των εργατικών στρωμάτων στη διαχείριση της κρατικής εξουσίας, σηματοδοτήθηκε η μεταμόρφωση του κράτους από απλό τοποτηρητή σε ενεργό παράγοντα μείωσης των ανισοτήτων. Το κοινωνικό κράτος συμπύκνωσε το νέο συσχετισμό δυνάμεων μέσω του περιβόητου «κοινωνικού συμβολαίου», στον οποίο η πολιτική εξουσία δεν μονοπωλούνταν από αυτούς που κατείχαν την οικονομική εξουσία.

Στην τωρινή συγκυρία, η απόσυρση του κράτους ως πρωτεύοντα φορέα άσκησης της δημόσιας διακυβέρνησης, οδηγεί στην ανάδειξη νέων μορφών – άτυπων και μη- ιδιωτικής διακυβέρνησης σε υπερεθνικό επίπεδο, οι οποίες λειτουργώντας δίχως δημοκρατικό έλεγχο μεταβάλλουν τη σχέση της κοινωνίας με την πολιτική εξουσία και την οικονομία, αφού η ίδια η κοινωνία νοιώθει (δικαίως) ανήμπορη να τις προσεγγίσει και πολύ περισσότερο να τις επηρεάσει. Παράλληλα αυτό που κατά βάθος καταρρακώνεται είναι το κράτος πρόνοιας, το οποίο προ κρίσης δεν περιοριζόταν μόνο στην παροχή ορισμένων κοινωνικών δικαιωμάτων στις κοινωνικά ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, αλλά συνιστούσε μια δύναμη ενσωμάτωσης στο πλαίσιο της δημοκρατίας ευρέων κοινωνικών ομάδων, μέσω της καθολικότητας των δικαιωμάτων τους, στα πλαίσια του «κοινωνικού συμβολαίου».

Ως απάντηση δεν μπορεί να θεωρηθεί «η επιστροφή στο ένδοξο χθες». Αυτό χρεοκόπησε οριστικά. Απαιτείται ο σχεδιασμός ενός νέου δημοσίου – κρατικού μορφώματος, πλήρως αποκεντρωμένου, λιγότερο γραφειοκρατικού και δημοκρατικά ελεγχόμενου, το οποίο θα επικεντρώνεται τόσο στη διαμόρφωση ενός ευνοϊκού οικονομικού περιβάλλοντος όσο και στην κοινωνική επένδυση, που σημαίνει πως θα ενισχύει την ικανότητα και τις γνώσεις του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας. Ένα σύγχρονο κράτος πρόνοιας, δεν μπορεί να βασίζεται ούτε στη εξατομικευμένη λογική του « βγάλτε τα πέρα μόνοι σας», ούτε όμως στη λογική «του κράτους πατερούλη» με τάσεις φιλανθρωπίας. Αν ο στόχος είναι να «βοηθάμε τους ανθρώπους για να βοηθήσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους», τότε δεν χρειαζόμαστε ούτε τον οικονομικό ωφελιμισμό των συντηρητικών, ούτε την ισοπεδωτική ισότητα που δημιουργεί ανήμπορες γενιές ανθρώπων. Η αυτοδιοίκηση και η κοινωνική οικονομία με αλληλεγγύη, μπορεί να παίξει ουσιαστικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή.

Η ασκούμενη κυρίαρχη πολιτική συγκαλύπτει την απομάκρυνση των δομών πολιτικής εξουσίας από τους θεσμούς δημοκρατικής λογοδοσίας και κοινωνικού ελέγχου, επικαλούμενη τη ρεαλιστική αναγνώριση μιας πραγματικότητας την οποία όμως έχει προηγουμένως η ίδια έχει φροντίσει να δημιουργήσει. Η αποδυνάμωση αυτή φέρνει στην επιφάνεια «το νόμο της ζούγκλας». Μόνο τα κράτη εκείνα που είναι σε θέση να διαπραγματευτούν καλύτερα με τις αγορές, μπορούν τελικά να διαμορφώσουν, σ’ ένα βαθμό, ένα σχετικά αυτόνομο πλαίσιο πολιτικής οργάνωσης. Έτσι οι αγορές μέσω του συστήματος της αυτορρύθμισης τους, καθίστανται λειτουργικό στοιχείο της λήψης κρίσιμων πολιτικών αποφάσεων. 

Ωστόσο, μολονότι οι αγορές μέσω της παγκοσμιοποίησης απεγκλωβίζουν την κοινωνία από την κυριαρχική εξουσία του κράτους, την υποτάσσουν σ’ ένα νέο πλαίσιο άσκησης εξουσίας το οποίο είναι δυσκολότερο να ελεγχθεί θεσμικά και πολιτικά μέσω των κατάλληλων δημοκρατικών εγγυήσεων και των μορφών πολιτικής συμμετοχής. Τελικά η κάθε «εθνική κοινωνία» χάνει την αυτονομία της και υποτάσσεται στη σφαίρα της οικονομίας και των αγορών πλήρως αποδυναμωμένη. Ταυτόχρονα αποκρύπτονται επιμελώς στο όνομα της καλύτερης διαχείρισης των παραγόμενων κινδύνων οι δομικές κοινωνικές ανισότητες στη γνώση, στην πρόσβαση σε πόρους και στις συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης που παράγονται από αυτούς. Στη θέση δε των πολιτικών υποκειμένων εμφανίζεται κινούσα τα νήματα μια υπέρ – εθνική τεχνοκρατία, νοούμενη πλέον ως ένα σύστημα που τίθεται στον πυρήνα της πολιτικής, της οικονομίας και της παραγωγικής διαδικασίας.

Στη βαθειά, σχεδόν δομική, κρίση δημοκρατίας που διερχόμαστε, με μεγάλα κοινωνικά στρώματα να οδηγούνται στην πολιτική και κοινωνική περιθωριοποίηση, οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες και απαιτούν μια ριζική επανατοποθέτηση της έννοιας αλλά και του πλαισίου λειτουργίας της ίδιας της δημοκρατίας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Θεμελιώδης προϋπόθεση της οφείλει να είναι, η ορθή και ισόρροπη διάρθρωση της ιδιωτικής σφαίρας της αγοράς με τη δημόσια σφαίρα και η ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα της δημόσιας δημοκρατικής διαβούλευσης που σήμερα διαρκώς εξασθενεί. Αυτό δε, είναι δικό μας καθήκον και μόνο. Στη λογική αυτή επιβάλλεται με δική μας πρωτοβουλία, να δημιουργηθούν πλατιές συμμαχίες εντός και εκτός χώρας.

Κλείνω, καταθέτοντας τις πιο πάνω αρχικές σκέψεις προς προβληματισμό και συζήτηση, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως απαιτείται η περαιτέρω εξειδίκευση και ο εμπλουτισμός τους.

5 Μαΐου 2016

Παναγιώτης Α. Κατσούλης

 

Δημοτικός Σύμβουλος – Πρώην Δήμαρχος

Δήμου Ι.Π. Μεσολογγίου

 

Advertisement

Τελευταία νέα →

AgrinioTimes ©2014