Κοινωνία
Εφιαλτικά στοιχεία για τα ελληνικά νοικοκυριά
Εφιαλτικά είναι τα στοιχεία της ετήσιας Έκθεσης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την οικονομία, που συνέταξε ομάδα εργασίας υπό τον επιστημονικό διευθυντή του καθηγητή Γ. Αργείτη.
Μεταξύ άλλων σημειώνεται ότι «η ραγδαία υποχώρηση των ονομαστικών μισθών την τελευταία εξαετία περιόρισε δραματικά τη φοροδοτική ικανότητα των νοικοκυριών και επιδείνωσε το πρόβλημα βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Επιπλέον, η εισοδηματική λιτότητα και η συνακόλουθη μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης την περίοδο της κρίσης απέτρεψαν την ενίσχυση των εσόδων από έμμεσους φόρους, παρά τη λήψη εκτεταμένων φορολογικών μέτρων».
Οπως αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης, «μελετώντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανεργίας, παρατηρούμε ότι το ποσοστό των ανέργων κλιμακώνεται όσο μικραίνουν οι ηλικιακές κατηγορίες, με το υψηλότερο ποσοστό (58,1%) να εμφανίζεται στις ηλικίες 15 έως 19 και το δεύτερο υψηλότερο (47,7%) στις ηλικίες 20 έως 24».
Και συνεχίζουν: «Παρατηρούμε ότι σε σχέση με το 2010 ο δείκτης της απόλυτης φτώχειας έχει αυξηθεί κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες, υποδηλώνοντας έτσι υπερδιπλασιασμό του αριθμού των φτωχών νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, το 48% των νοικοκυριών διαβιούν πλέον κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ το 20,9% αδυνατεί να καλύψει βασικές ανάγκες, ποσοστό που αυξάνεται στο 43,4% για τους ανέργους».
«Από την επεξεργασία των στοιχείων της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού σχετικά με το ύψος των μηνιαίων αμοιβών που απολαμβάνουν οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα», επισημαίνεται, «προκύπτει η εξής κατανομή στις καθαρές μηνιαίες αποδοχές, η οποία αποτυπώνει τη συμπίεση των μισθών και του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων στη διάρκεια της κρίσης: κάτω των 800 ευρώ σε ποσοστό 50% (14,5% μέχρι 499 ευρώ, 22% μεταξύ 500-699 ευρώ και 13,5% μεταξύ 700-800 ευρώ), μεταξύ 800-1.000 ευρώ σε ποσοστό 18,6% και άνω των 1.000 ευρώ σε ποσοστό 15,7% (9,8% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 5,9% άνω των 1.300 ευρώ). Αξιοσημείωτη είναι και η πτώση της αγοραστικής δύναμης του πραγματικού κατώτατου μισθού στην Ελλάδα, καθώς την περίοδο 2010-2015 σημειώθηκε μείωση κατά 24,7% και κατά 34,3% για τους νέους κάτω των 25 ετών».