Άρθρα-Απόψεις
Νίκος Φελέκης-Ραντεβού τον Σεπτέμβρη (για αξιολόγηση και ανασχηματισμό ή κάλπες)
Η Βουλή κλείνει και μέχρι τις 22 Αυγούστου που θα ανοίξει και πάλι τις πύλες της, ο Αλέξης Τσίπρας οφείλει να αντιμετωπίσει μια σειρά επειγόντων προβλημάτων που άπτονται του μέλλοντος της Ελλάδας
Από την ημέρα που πέθανε -5 Αυγούστου- ο Φρίντριχ Ενγκελς μέχρι την ημέρα που γεννήθηκε -22 Αυγούστου- ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ η Βουλή θα είναι κλειστή, αλλά ο πρωθυπουργός θα πρέπει να αποφασίσει τι θα κάνει με την κυβέρνησή του. Τα προβλήματα είναι πολλά και μεγάλα και το δεκαπενθήμερο των διακοπών θα τον βοηθήσει να τα σκεφτεί με νηφαλιότητα.
Το πρώτο είναι η σύνθεση της κυβέρνησης: Θα την αλλάξει και σε τι έκταση; «Κάποιος ανασχηματισμός θα γίνει, αλλά δεν θα είναι μεγάλος», λένε όσοι συνομιλούν μαζί του. «Μπορεί ορισμένοι από τους υπουργούς να μην κάνουν ούτε για μέλη εργατικού κέντρου», όπως εκτιμά υψηλόβαθμος κυβερνητικός παράγων, εν τούτοις ο Αλέξης Τσίπρας, σύμφωνα τουλάχιστον με όσα υποστηρίζουν συνεργάτες του, δεν εμφανίζεται προσώρας έτοιμος να προβεί σε σαρωτικό και δομικό ανασχηματισμό. Ισως επειδή υπάρχει η δεύτερη αξιολόγηση και δεν θέλει να διακινδυνεύσει τη θετική έκβασή της. Εξάλλου ο πρωθυπουργός «θα κάνει τα πάντα για να περάσει τη δεύτερη αξιολόγηση», μας λέει στενός του συνεργάτης. Προφανώς αυτό το «θα κάνει τα πάντα» είναι που δεν του επιτρέπει να πειραματιστεί με ένα νέο Υπουργικό Συμβούλιο, στο οποίο θα αποτυπώνεται και η πρόθεση ανοίγματος του ΣΥΡΙΖΑ προς άλλες δυνάμεις.
Περιμένοντας την αξιολόγηση
Το δεύτερο μεγάλο -και ίσως και το πιο σημαντικό- πρόβλημα είναι η αξιολόγηση. Η εντολή του πρωθυπουργού προς τους υπουργούς του είναι να γίνουν όσα έχουν συμφωνηθεί με τους θεσμούς και, το κυριότερο, να έχουν τελειώσει τα πάντα στην ώρα τους. Μάλιστα -και παρά τα όσα περί του αντιθέτου λέγονται- η πιθανότητα να επιστρέψει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης στα τέλη του έτους είναι μεγάλη. Οι πληροφορίες λένε ότι είναι ένα από τα θέματα που συμφώνησε ο πρωθυπουργός με τον Τζακ Λιου, όταν ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών επισκέφτηκε προσφάτως την Αθήνα. Και πιθανότατα το αίτημα επιστροφής του Ταμείου θα το υποβάλει η ίδια η ελληνική κυβέρνηση.
Ο λόγος που αναγκάζει τον πρωθυπουργό να αλλάξει στάση είναι ότι από τους θεσμούς μόνο το ΔΝΤ είναι αυτό που μετ’ επιτάσεως θέτει το θέμα της μείωσης του χρέους και των πλεονασμάτων. Ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, παρότι το Ταμείο θα ζητήσει κάποια σκληρότερα μέτρα στα εργασιακά, οι σχέσεις με τον Πολ Τόμσεν και την ομάδα του πρέπει να αναθερμανθούν, επειδή αυτά τα δύο (μείωση χρέους και πλεονασμάτων) είναι τα μόνα που μπορεί να οδηγήσουν σε οικονομική ανάκαμψη.
Το τρίτο σοβαρό πρόβλημα είναι το Προσφυγικό.
Η πιθανότητα αύξησης των προσφυγικών ροών μέσω του Αιγαίου είναι κάτι που ούτε να το σκέφτεται θέλει η Αθήνα. Η εκτίμηση που υπάρχει είναι ότι η Τουρκία δεν μπορεί -πιθανώς και να μη θέλει, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι διπλωματικοί παράγοντες- να υλοποιήσει τη συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ούτε φυσικά η Ε.Ε. μπορεί να δώσει ελεύθερη βίζα στους Τούρκους υπηκόους, και βέβαια το μέτωπο της Συρίας δεν πρόκειται, τουλάχιστον στο προβλεπτό μέλλον, να κοπάσει. Τούτων δοθέντων, ο μόνος ίσως τρόπος για να δοθεί μια λύση στο πρόβλημα είναι να υπάρξει μια διεθνής διάσκεψη για το Προσφυγικό, προκειμένου να πάρουν πρόσφυγες όλες οι χώρες του κόσμου και να μην κατανέμονται αποκλειστικά στην Ευρώπη. Την ιδέα της διεθνούς διάσκεψης την είχε ο Γιώργος Παπανδρέου, την οποία και ανέλυσε στον πρωθυπουργό κατά την πρόσφατη συνάντησή τους, με τον τελευταίο να την υιοθετεί ασμένως. Μένει πλέον να προωθηθεί στα ευρωπαϊκά όργανα και τα διεθνή φόρα. Αναμφίβολα αν η πρόταση υιοθετηθεί και ευδοκιμήσει, θα είναι μια πολύ σημαντική και παγκόσμια επιτυχία της ελληνικής κυβέρνησης.
Το τέταρτο μεγάλο πρόβλημα, για την αντιμετώπιση του οποίου ο πρωθυπουργός θα χρειαστεί πιθανότατα και τη βοήθεια της Μεγαλόχαρης, είναι τα προβλήματα της καθημερινότητας, με πρώτο και σημαντικότερο την εκτεταμένη φτωχοποίηση της κοινωνίας. Οι επιτελείς του πρωθυπουργού δεν φοβούνται τόσο τα δημόσια έσοδα όσο την περίπτωση από τον Σεπτέμβριο και μετά να παρουσιαστούν μεγάλα προβλήματα στην εύρυθμη λειτουργία σχολείων και νοσοκομείων, είτε γιατί είναι πολλά τα κενά σε διδακτικό προσωπικό, είτε επειδή υπάρχουν ελλείψεις τόσο υλικών όσο και γιατρών – νοσηλευτών στα δημόσια νοσοκομεία. Η έκπτωση των λειτουργιών του κοινωνικού κράτους ενδεχομένως να είναι το φιτίλι που θα βάλει φωτιά στον κάμπο της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Μάλιστα, κάποιοι δεν αποκλείουν το επόμενο διάστημα, και κυρίως μετά το θέρος, να πολλαπλασιαστούν και να αγριέψουν -ενδεχομένως και με την προτροπή δυνάμεων της αντιπολίτευσης και την καθοδήγηση ομάδων της Εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και των αντεξουσιαστών- τα φαινόμενα αποδοκιμασίας υπουργών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που, εφόσον ήθελε συμβεί, θα επιδράσει αρνητικά στην κοινοβουλευτική συνοχή και την παραγωγή κυβερνητικού έργου. Εξίσου σημαντικό -αν όχι και σοβαρότερο- αξιολογείται και το πρόβλημα που ανέκυψε με τις αλλαγές που απαιτούν οι δανειστές στις διοικήσεις των τραπεζών. Χωρίς εθνικό έλεγχο στα πιστωτικά ιδρύματα και με τα «κοράκια» να ετοιμάζονται να αρπάξουν ό,τι απέμεινε από τον δημόσιο και ιδιωτικό πλούτο των Ελλήνων σε ακίνητα, επιχειρήσεις και καταθέσεις, είναι δύσκολο μια κυβέρνηση χωρίς σχέδιο και ευρύτερες συναινέσεις να μακροημερεύσει.
Η αποτυχία και το σφάλμα
Και φυσικά, ο θερινός πονοκέφαλος του πρωθυπουργού είναι το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό. Η αποτυχία του να υπερψηφιστεί από 200 βουλευτές, ώστε να ισχύσει από τις επόμενες εκλογές, η απλή αναλογική τον οδήγησε σε δεύτερο σφάλμα. Πρότεινε προκειμένου να μη διαλύεται η Βουλή σε περίπτωση αδυναμίας της να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αυτός να εκλέγεται από τον λαό. Και λέμε «δεύτερο σφάλμα» επειδή στη (λίαν πιθανή) περίπτωση που ψηφιστεί από τον λαό ο εκλεκτός της αντιπολίτευσης, η κυβέρνηση δεν θα μπορεί να σταθεί και, εκ των πραγμάτων, η Βουλή θα διαλυθεί. Είναι φανερό ότι οι προτάσεις του πρωθυπουργού για τη συνταγματική αναθεώρηση έγιναν στο πόδι και προφανώς για να βγάλουν την κυβέρνηση από τη δύσκολη πολιτικά θέση όπου βρέθηκε μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης και τα επαχθή μέτρα που έλαβε.
Τέλος, με μπόλικο αντηλιακό θα πρέπει ο πρωθυπουργός να αλείψει την κυβέρνησή του αν δεν θέλει να πάθει εγκαύματα από τον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες. «Ο πόλεμος», όπως εκτιμούν κυβερνητικές πηγές, «θα είναι μακρύς, αιματηρός και δεν θα κριθεί από τη βούληση του Νίκου (Παππά), ούτε από τη διαγωνιστική διαδικασία, αλλά από τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και -κυρίως- από το πόσα χρήματα είναι αποφασισμένοι να προσφέρουν νέοι παίκτες». Σημειώνουμε ότι και για τις άδειες των καναλιών και για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας υπήρξαν σοβαρές αντιρρήσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης (από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο με τους «53+» και τον Νίκο Κοτζιά μέχρι τον Νίκο Φίλη και τον Χρήστο Σπίρτζη) και παρασκηνιακά δόθηκαν σκληρές μάχες ενάντια στις θέσεις που τελικά διατύπωσε δημόσια ο πρωθυπουργός.