Κοινωνία
Ο Αγρινιώτης Κ. Μαραβέγιας: Η γενιά του, το bullying των κοινωνικών δικτύων, η Ελλάδα που ονειρεύεται
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αγρίνιο. «Ηταν η πόλη που μου έδωσε την ενέργεια για να… εκτοξευθώ σαν πύραυλος μακριά της. Ολοι οι Αγρινιώτες έτσι αισθανόμαστε: λατρεύουμε την πατρίδα μας, αλλά θέλουμε να φύγουμε», λέει γελώντας. Στα 18 του βρέθηκε για σπουδές στην Ιταλία, στο Μπάρι. Σε όσους υποστηρίζουν ότι δεν φημίζεται για την ομορφιά του εκείνος αντιτείνει πως είναι «η Βενετία του Νότου». Οκτώ χρόνια έζησε εκεί. «Ηταν το μεγάλο μου σχολείο. Εκεί έκανα τα πρώτα μου live, εκεί “έχτισα” δυνατές φιλίες, εκεί ανακάλυψα τον έρωτα». Κι όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, με πτυχίο στατιστικολόγου και διδακτορικό (με θέμα τον «Ελεγχο ποιότητας»), πέτυχε αυτό που πολλοί νέοι ονειρεύονται: την επαγγελματική αποκατάσταση. Επιασε δουλειά στο Πολυτεχνείο: μόνιμη, καλοπληρωμένη και με προοπτικές.
Ομως ένιωθε να ασφυκτιά σ’ ένα γραφείο. Η μουσική, άλλωστε, είχε μπει ήδη με φόρα στη ζωή του. Κι ας έπαιζε τότε σε μικρές μουσικές σκηνές με δέκα άτομα ακροατήριο, όπως παραδέχεται. Αποφάσισε, λοιπόν, να παραιτηθεί. «Κι όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, οι γονείς μου ήταν εκείνοι που με πίεσαν να το κάνω. Ηξεραν πως διαφορετικά δεν θα ήμουν ποτέ ευτυχισμένος». Σχεδόν δεκαπέντε χρόνια μετά, όλοι αισθάνονται δικαιωμένοι για εκείνη την απόφαση: ο Κωστής Μαραβέγιας, οι γονείς του αλλά και το κοινό, που τον ακολουθεί πιστά έκτοτε, μέσα από τα άλμπουμ του αλλά και τις δουλειές του για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Είχαμε σχεδόν ένα χρόνο να βρεθούμε. Δώσαμε ραντεβού ένα βραδάκι Κυριακής στον δροσερό κήπο του Black Duck, στην πλατεία Κλαυθμώνος. Ηρθε με τη βαλίτσα του! Μόλις είχε επιστρέψει από συναυλίες στην Κύπρο. Aφορμή για τη συνάντησή μας το «Κατάστρωμα», το νέο του CD: 12 τραγούδια, ισάριθμες αυτοτελείς ιστορίες όπως μόνο εκείνος ξέρει να τις αφηγείται μετά μουσικής…
Λοιπόν, Κωστή, πώς σε βρήκε αυτό το καλοκαίρι;
Οπως με βλέπεις απόψε: με μια βαλίτσα στο χέρι λόγω περιοδείας. Η βαλίτσα έχει μια σταθερή θέση στο διαμέρισμά μου. Τη βλέπω, είναι πάντα γεμάτη, την ανοίγω για να πάρω κάποια ρούχα και να βάλω άλλα, σκοντάφτω πάνω της. Μου υπενθυμίζει την προσωρινότητά μου σ’ αυτή την πόλη. Αλλά μου αρέσει αυτό. Η ίδια η ζωή εμπεριέχει τη ρευστότητα. Και η ρευστότητα οδηγεί στην πραγματική ελευθερία.
Πέρα από τη δουλειά σου, επιζητείς και στην προσωπική σου ζωή αυτήν τη ρευστότητα;
Δεν θα το έλεγα. Τα τελευταία 3-4 χρόνια δεν αισθάνομαι πια την ανάγκη να εναλλάσσω καταστάσεις, πράγματα, ανθρώπους.
Τι πρέπει να βρεις σε έναν άνθρωπο για να δεθείς μαζί του;
Δεν ψάχνω κάτι ιδιαίτερο, είναι θέμα χημείας. Αυτό που χρειάζεται είναι να είσαι «ανοιχτός», να δίνεις τον καλύτερο εαυτό σου, να γίνονται αμοιβαίες υποχωρήσεις. Ολα τα άλλα έρχονται μόνα τους. Και αυτό αφορά όλες τις σχέσεις: ερωτικές, φιλικές, επαγγελματικές.
Τελικά, είσαι τόσο χαρούμενος όσο δείχνεις ή πρόκειται για… περσόνα;
(Γελάει) Οχι, δεν είναι περσόνα. Ο Σοπενχάουερ έλεγε ότι ευτυχία είναι η απουσία οδύνης. Ας πούμε ότι εγώ έχω καταφέρει να περιορίσω την οδύνη μέσα μου. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να είναι κανείς δυστυχισμένος ή να παραιτηθεί από τη ζωή, αυτό το πεπερασμένο «σύνολο», αλλά κι άλλοι τόσοι για να είναι χαρούμενος. Φτάνει να δει την προσωρινότητά μας ως μια μοναδική ευκαιρία για να κάνει κάποια πράγματα τα οποία θα απολαύσει. Γι’ αυτό «βγάζω» μια χαρά. Και δεν θα απολογηθώ σε κανέναν γι’ αυτό. Οταν ασχολούμαι μ’ αυτό που αγαπώ, όταν είμαι σε συναυλίες και νιώθω τον παλμό του κοινού, πώς μπορώ να μην είμαι χαρούμενος; Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω και μια εσωτερική, μια μινόρε πλευρά, που δεν την ξέρουν πολλοί.
Γιατί συμβαίνει αυτό;
Γιατί ζούμε στην εποχή της πρώτης ανάγνωσης. Του τουίτ. Της ταχύτητας. Δεν δίνουμε χρόνο για να δούμε σε βάθος τους ανθρώπους, να τους αναλύσουμε, να τους μάθουμε καλύτερα.
Είπες «τουίτ» και θυμήθηκα το διαδικτυακό bullying που υπέστης για εκείνο το «καθαρό από τα χημικά και τις μολότοφ παγκάκι» που είχες αναρτήσει στη σελίδα σου στο facebook πριν από ενάμιση χρόνο… Σε αδίκησαν ή ήταν δικαιολογημένες, έως ένα βαθμό, οι επικρίσεις;
Παραδέχομαι ότι έκανα λανθασμένη επιλογή μέσου για να εκφραστώ. Είναι αστείο να χρησιμοποιείς το facebook ως πλατφόρμα για σοβαρές απόψεις. Ολοι λειτουργούν παρορμητικά. Και υπάρχει μια απίστευτη «ανθρωποφαγία». Βιάστηκα, λοιπόν, κι εγώ. Βέβαια, από καιρό ήθελα να εκφραστώ κατά της βίας, να διαχωρίσω τη θέση μου, να τονίσω ότι δεν πρέπει να δίνουμε αρνητικά πρότυπα στους νέους και να τους «βάζουμε» πέτρες στα χέρια. Ποιος μου αρνείται αυτό το δικαίωμα; Αλλωστε, είμαι ο ίδιος άνθρωπος που τον Δεκέμβρη του 2008 είχα τραγουδήσει «θα σας το πω τραγουδιστά, για ν’ ακουστεί πιο μαλακά, θα τα σπάσω όλα και θα βάλω και φωτιά», εκφράζοντας τον γενικό θυμό. Αλλά αυτό ήταν μια polaroid της στιγμής. Τότε που ελπίζαμε σε μια ριζική αλλαγή, σε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, σε μια Αριστερά που θα κατέλυε τα πάντα και θα δημιουργούσε κάτι καινούργιο. Και δυστυχώς αυτό δεν έγινε…
Να υποθέσω ότι πλέον απέχεις από τα σόσιαλ μίντια;
Οχι, κάθε άλλο. Απλώς δεν ποστάρω τίποτα πέρα από τη δουλειά μου. Ο,τι θέλω να πω το λέω μέσα από τα τραγούδια μου.
Σε ταλαιπωρεί ακόμα η ιστορία με το παγκάκι;
Θα σου φανεί περίεργο, αλλά δεν έχει ξεθυμάνει ακόμα. Πριν από λίγο καιρό, αργά το βράδυ που γύριζα στο σπίτι, ένας τύπος από το απέναντι πεζοδρόμιο μου φώναξε: «Πρόσεξε μην καεί κανένα παγκάκι»!
Κι εσύ τι έκανες;
Πήγα προς το μέρος του, τον αγκάλιασα και του είπα: «Οταν βρεις το χρόνο να σκεφτείς, αναζήτησε την αιτία της απλοϊκότητας της σκέψης σου». Εμεινε στήλη άλατος! Δεν το παίζω άγιος, αλλά στην Ελλάδα μάς αρέσει να βρίσκουμε αποδιοπομπαίους τράγους. Ειδικά σε περιόδους που ζοριζόμαστε, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με την κρίση.
Αν γίνονταν αύριο εκλογές, έχεις σκεφτεί τι θα ψήφιζες;
Οχι, θα είναι πολύ δύσκολο να αποφασίσω. Τι είναι Αριστερά και τι Δεξιά σήμερα; Ο άξονας έχει χαθεί. Θα προσπαθήσω να εστιάσω σε πρόσωπα με ποιοτικά χαρακτηριστικά και φρέσκες ιδέες.
Θεωρείς ότι υπάρχουν;
Ναι, είμαι αισιόδοξος. Η αλληλεγγύη που έδειξε ο ελληνικός λαός όχι μόνο στους συμπατριώτες μας που δοκιμάζονται από την κρίση, αλλά και στους πρόσφυγες, είναι απόδειξη ότι υπάρχει μια καλή «μαγιά», ένας πυρήνας που μπορεί να οδηγήσει σε κάτι καλό.
Τι ελπίζεις για τη χώρα μας;
Να βρεθεί ένας κοινός τόπος, να εφεύρουμε μια νέα συλλογικότητα.
Πόσο έχεις αλλάξει από το 2003 που κυκλοφόρησε το πρώτο σου άλμπουμ;
Οσο θα έπρεπε να έχω αλλάξει μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα. Εργάζομαι με διαφορετικό τρόπο, με περισσότερη συνέπεια και ένταση, αλλά χωρίς αυτό να μου προκαλεί άγχος, γίνομαι ολοένα και πιο μίνιμαλ, θέλω να κρατάω την ουσία, μια καλή μελωδική γραμμή πλαισιωμένη από λίγα όργανα. Νομίζω ότι είμαι σε καλό δρόμο! (Γελάει) Ξέρω τι θέλω και τι μου αρέσει και έχω βρει τον τρόπο να τα εκφράζω.
Το καλάμι πιστεύεις ότι το έχεις αποφύγει;
Με απόλυτη ειλικρίνεια; Ναι. Η καθημερινότητά μου είναι σχεδόν ίδια. Ενα μόνο έχει αλλάξει: επειδή ο κόσμος με αναγνωρίζει και κάποιοι έρχονται και μου μιλάνε, δεν έχω πια την πολυτέλεια να παρατηρώ τους ανθρώπους, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, όπως έκανα παλιά.
Yπάρχουν άνθρωποι στους οποίους νιώθεις ότι οφείλεις ένα «ευχαριστώ»;
Στον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο. Ηταν εκείνος που με κατάλαβε καλύτερα από μένα, την εποχή που πήγαινα με ένα ντέμο στις εταιρείες και… έτρωγα πόρτα. «Δεν είναι έντεχνο», μου έλεγαν στη μία, «δεν είναι ποπ» στην άλλη. Μέσα από τη συνεργασία μας με τον Παναγιώτη πήρα φόρα. Απέκτησα την αυτοπεποίθηση που μου έλειπε. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε δέκα χρόνια;
Δεν ξέρω. Θα σου πω, όμως, τι θα ήθελα: να είμαι δημιουργικός και να έχω μεγαλώσει τον καμβά μου. Να διαθέτω εμπειρίες και γνώσεις ώστε να φτιάξω καινούργια πράγματα που θα εκπλήξουν κατ’ αρχάς εμένα κι έπειτα το κοινό. Ισως να έχω ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Είναι μια μεγαλύτερη φόρμα που περιλαμβάνει όλα όσα αγαπώ: τη φωτογραφία, τη μουσική, την αφήγηση και την ομαδικότητα που με συναρπάζει και στο θέατρο.
Και σε προσωπικό επίπεδο;
Θα μου άρεσε να αποκτήσω κάποια στιγμή μια οικογένεια και να πορευτώ με μια σύντροφο τα υπόλοιπα χρόνια μου. Δεν είναι κακή ιδέα, τώρα που το σκέφτομαι. Η σύντροφος δεν ξέρω αν θέλει… (Γέλια) Αλλά με τρομάζουν οι σχέσεις στις οποίες το ζευγάρι περιχαρακώνεται, κλείνεται στο σπίτι με τα παιδιά του και ξεχνάει πώς είναι ο έξω κόσμος. Δεν μπορώ να με φανταστώ έτσι. Το ιδανικό για μένα θα είναι να εξακολουθήσει να υπάρχει η περιπλάνηση, κάτι από τσιγγάνικη ζωή, ακόμα και στο πλαίσιο μιας φαμίλιας.
Σε μια εγκυκλοπαίδεια του μέλλοντος τι θα ήθελες να γράφει στο λήμμα «Μαραβέγιας»;
Ωχ! Τι με βάζεις να σκέφτομαι; Δύσκολο. Θα μου άρεσε, νομίζω, το εξής: «Ο τραγουδοποιός που ύμνησε την απλότητα, την ελαφρότητα και τη χαρά της ζωής και τους έδωσε ρίζες βαθιές». Αλλά θα ήθελα να υπάρχει και ένας αστερίσκος, μια υποσημείωση: «Παρ’ όλα αυτά, διαπιστώθηκαν κάποιες ψυχολογικές μεταπτώσεις και σημάδια διπολικότητας, εξ ου και οι μινόρε μελωδίες που έγραψε…». Με μια τέτοια περιγραφή θα ήμουν απολύτως ικανοποιημένος!
Και κάτι τελευταίο: ποιο ήταν το πιο δύσκολο κοινό που έχεις αντιμετωπίσει έως τώρα;
Σε μια κοπή πίτας μηχανικών στη Φλώρινα, πριν από χρόνια. Ηταν απίστευτη η αμηχανία και το πάγωμα που επικρατούσαν στην αίθουσα. Κάθονταν και σε ροτόντες, οπότε οι μισοί είχαν την πλάτη γυρισμένη σ’ εμένα. Εφτυσα αίμα για να τους κάνω να λυθούν. Μετά, βέβαια, έγινε χαμός!
Περιοδικό “Κ”