Slider
Το Ανυπότακτο Αγρίνιο για την 14η Σεπτεμβρίου του 1944
Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1944 η πόλη του Αγρινίου, αντίθετα σε ότι προπαγανδίζεται για 71 χρόνια τώρα δεν απελευθερώθηκε από τον γερμανικό στρατό κατοχής, αφού αυτός είχε εγκαταλείψει την πόλη αρκετές μέρες πριν, αλλά από την κατοχή του δοσιλογικού στρατιωτικού μηχανισμού του αρχιεκτελεστή Τολιόπουλου.
Το ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟ ΑΓΡΙΝΙΟ Στη μνήμη όλων εκείνων των αγωνιστών που θυσίασαν τη ζωή τους αυτή την τραγική περίοδο της νεώτερης ιστορίας της πόλης μας, πολεμώντας όχι μόνο τον ναζισμό, αλλά και τους ντόπιους υπερασπιστές του, αναπαράγουμε και κοινοποιούμε από την ιστοσελίδα της «κίνησης απελάστε τον ρατσισμό» ένα κείμενο του Κωνσταντίνου Σαλταούρα, το οποίο θεωρούμε πως καλύπτει απόλυτα τον τρόπο με τον οποίο οφείλουμε να σταθούμε και να κοιτάξουμε την πρόσφατη τοπική μας ιστορία.
Ολόκληρο το κείμενο έχει ως εξής:
Με την συμπλήρωση 71 χρόνων από την απελευθέρωση του Αγρινίου, το παρόν κείμενο παρουσιάζει την δράση του Τάγματος Ασφαλείας Αγρινίου, καθώς η πόλη μας -παραμονές της απελευθέρωσή της από τον ΕΛΑΣ- έτυχε να κατέχεται, όχι από τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις αλλά από τον συγκεκριμένο δοσιλογικό στρατιωτικό σχηματισμό.
Επισημαίνεται, ότι δεν επιδιώκεται να αναμοχλευθούν μίση και πάθη, αλλά να αναδυθούν πτυχές του ρόλου και της δράσης των ένοπλων συνεργατών των κατακτητών, ώστε να παραμείνουν ζωντανά τα γεγονότα εκείνα που σημάδεψαν την ιστορία του τόπου μας και που δυστυχώς τείνουν να ξεχαστούν με το πέρασμα του χρόνου.
Αυτή η ανάγκη διατήρησης της μνήμης κρίνεται απαραίτητη στις μέρες μας, αν λάβει κανείς υπόψη τόσο την προσπάθεια αναθεώρησης/παραχάραξης της ιστορίας που πραγματοποιούν ορισμένοι επιστημονικοί -και όχι μόνο- κύκλοι, όσο και την σύγχυση και την απογοήτευση που έχει επιφέρει η σημερινή κρίση και στρέφει μερίδα του κόσμου σε ακραίες μορφές ιδεολογικής και πολιτικής έκφρασης.
Τα γεγονότα που εξιστορούνται παρακάτω προέρχονται, κυρίως, από την ΕΑΜική ιστοριογραφία. Δυστυχώς, μελέτες για το φαινόμενο του ένοπλου δοσιλογισμού σε τοπικό επίπεδο δεν υπάρχουν ακόμα, οι μαρτυρίες των Ταγματασφαλιτών είναι σχεδόν ανύπαρκτες και η όποια βιβλιογραφική παραγωγή των Αξιωματικών που τα στελέχωσαν δεν ενδείκνυται για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων διότι περιλαμβάνει ψεύδη, συκοφαντίες και ατελείς αφηγήσεις που αντιστρέφουν τα γεγονότα και παραποιούν συνειδητά την αλήθεια.
Η εντύπωση που μπορεί να δημιουργηθεί για μονόπλευρη εξιστόρηση δεν είναι, συνεπώς, εσκεμμένη, αλλά απόρροια της έλλειψης αξιόπιστων πηγών που αποτρέπουν την παρουσία της άποψης της άλλης πλευράς.
Οποιοσδήποτε, βέβαια, μπορεί να έχει τις ενστάσεις και τις διαφωνίες του. Καλό θα ήταν, όμως, πριν βγάλει το όποιο βιαστικό συμπέρασμα για τις προθέσεις του συντάξαντα -ο οποίος φέρει και την ευθύνη των όσων αναφέρονται- να λάβει υπόψη τον αρνητικό τρόπο με τον οποίο έχει αποτυπωθεί στην συλλογική μνήμη το κατάπτυστο έργο των Ταγματασφαλιτών και, ταυτόχρονα, να θέσει το ερώτημα: ποιος είναι ο ιστορικά και ηθικά δικαιωμένος; αυτός που επέλεξε να συνεργαστεί με τον κατακτητή ή εκείνος που μέσα από τις τάξεις της ΕΑΜικής Αντίστασης πολέμησε για την απελευθέρωση της πατρίδας του, προβάλλοντας παράλληλα και το αίτημα της κοινωνικής αλλαγής;
Το κείμενο, τέλος, αφιερώνεται στους συμπατριώτες μας που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για την ελευθερία του τόπου μας, καθώς και σε όλους εκείνους που μαρτύρησαν ή θρήνησαν θύματα από την προδοτική δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας, ως ελάχιστος φόρος τιμής.
Το Αγρίνιο στην Κατοχή και στην Αντίσταση
Οι δυναμικές και αιματηρές συγκρούσεις των καπνεργατών προπολεμικά, είχαν ως αποτέλεσμα την δημιουργία μιας αγωνιστικής παράδοσης με προοδευτικό χαρακτήρα στο Αγρίνιο, που κορυφώθηκε στα χρόνια της Κατοχής με την εμφάνιση του ΕΑΜ και την ένταξη σημαντικού αριθμού του πληθυσμού σ’ αυτό, καθώς υποσχόταν εκτός από εθνική απελευθέρωση, πολιτική και κοινωνική αλλαγή. Το ΕΑΜ, απευθυνόμενο σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και ενθαρρύνοντας ταυτόχρονα την ένταξη των νέων και των γυναικών στους κόλπους του, με τις οργανωτικές του δομές ανέπτυξε ένα ευρύ πεδίο μορφών δράσεων εντός της πόλης που περιλάμβανε διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις, παράνομο τυπογραφείο, συνδέσμους, συλλογή πληροφοριών, φυγάδευση του εβραϊκού πληθυσμού και διάφορων αντιστασιακών, επιμελητειακή υποστήριξη στους αντάρτες, κλοπές στις αποθήκες ιματισμού των κατακτητών κ.ά.
Από την άλλη, το στρατιωτικό του σκέλος, ο ΕΛΑΣ, με τις πολεμικές του ενέργειες, όπως ενέδρες, σαμποτάζ, μάχες, δυσκόλεψε ιδιαίτερα τις δυνάμεις κατοχής και κυριάρχησε στην περιοχή, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος του νομού.
Αντιθέτως, ο τοπικός ΕΔΕΣ, δίχως να έχει αξιόλογη οργάνωση και πλατειά λαϊκή βάση, δεν κατόρθωσε να προστατεύσει τον ταλαιπωρημένο λαό του Αγρινίου και η στάση του εναντίον των δυνάμεων κατοχής ήταν καθαρά παθητική. Επιπρόσθετα, οι επαφές των μελών του με Βρετανούς συνδέσμους, επέφεραν την διάλυσή του από τον ΕΛΑΣ, παρόλο που το ΕΑΜ έκανε διαρκώς εκκλήσεις να σταματήσει ο υπονομευτικός ρόλος της συγκεκριμένης οργάνωσης και να συνεργαστούν από κοινού κατά των κατακτητών. Η παρουσία, τέλος, των δυνάμεων κατοχής -αρχικά, της ιταλικής Μεραρχίας Cazale και στην συνέχεια της γερμανικής 104ης Ορεινής Μεραρχίας Κυνηγών- δημιούργησε συνθήκες ιδιαίτερα οδυνηρές για τους κατοίκους της πόλης και της υπαίθρου.
Η ανεπάρκεια αγαθών, η οικονομική εξαθλίωση, οι αρπαγές, οι λεηλασίες, η καταναγκαστική εργασία και η εξαχρείωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας από την μια, οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ευρείας κλίμακας, η βία, η τρομοκρατία και οι εκτελέσεις από την άλλη, αντικατοπτρίζουν τον αμείλικτο τρόπο με τον οποίο έδρασαν οι κατοχικές δυνάμεις, αφενός για να τσακίσουν κάθε μορφή αντίστασης και να επανακτήσουν περιοχές που κατείχαν οι ανταρτοομάδες και, αφετέρου, για να εξασφαλίσουν τον επισιτισμό τους.
Με την συνθηκολόγηση των Ιταλών τον Σεπτέμβριο του 1943 και την διάλυση της Μεραρχίας Cazale, ο έλεγχος πέρασε εξ ολοκλήρου στις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις, οι οποίες εφάρμοσαν ακόμα πιο σκληρά μέτρα στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν υπό τον έλεγχό τους τους σημαντικότερους οδικούς άξονες και άλλα στρατηγικά σημεία. Στο έργο αυτό, είχαν την αμέριστη υποστήριξη ενός Τάγματος Ασφαλείας, του οποίου η δράση έμεινε βαθειά χαραγμένη στην συλλογική μνήμη της πόλης.
Το Τάγμα Ασφαλείας Αγρινίου
Τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν ελληνικοί στρατιωτικοί σχηματισμοί που συγκροτήθηκαν από την δωσίλογη κυβέρνηση Ράλλη για την καταπολέμηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και υπάγονταν στον Γερμανό Στρατιωτικό Διοικητή Ελλάδας στρατηγό Βίλχελμ Σπάιντελ (Wilhelm Speidel) και τον Ανώτερο Διοικητή των Ες – Ες και της Αστυνομίας Βάλτερ Σιμάνα (Walter Schimana).
Στο Αγρίνιο, εμφανίστηκε ένα Τάγμα τους πρώτους μήνες του 1944, με δύναμη 200 περίπου ανδρών. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΕΑΜ είχε καταβάλει προσπάθειες αποτροπής συγκρότησης τέτοιας Μονάδας από το 1943, όταν φιλογερμανικά στοιχεία της πόλης, με το πρόσχημα της προστασίας των περιουσιακών τους στοιχείων, επιδίωκαν την δημιουργία της, καθώς και ότι είχε σχεδιάσει την ανατίναξη του τρένου που τους μετέφερε στο Αγρίνιο, δίχως, τελικά, να πραγματοποιηθεί. Έτσι, γρήγορα ο αριθμός του Τάγματος αυξήθηκε στους 1000, είτε με την βίαιη στρατολόγηση, είτε με την εθελοντική κατάταξη από αξιωματικούς, χωροφύλακες και άνδρες που προέρχονταν από διαλυμένες ανταρτοομάδες αντίθετες προς το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Το Τάγμα ανέλαβε καθήκοντα επιβολής της τάξης και συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις εναντίον του ΕΛΑΣ, είτε μόνο του, είτε από κοινού με τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις, οι οποίες επιδίωκαν -όπως προαναφέρθηκε- να περιορίσουν την δράση του ΕΛΑΣ και να διατηρήσουν υπό τον έλεγχό τους, τους σημαντικούς οδικούς άξονες της περιοχής. Στην δράση του συμπεριλαμβάνονται τρομοκρατία του ντόπιου πληθυσμού, συλλήψεις, βασανισμοί και εκτελέσεις, γεγονός που έκανε τις συνθήκες κατοχής ακόμα πιο επώδυνες.
Ο λαός του Αγρινίου βίωσε από την αρχή της παρουσίας του τον προδοτικό ρόλο και την αισχρή συμπεριφορά των ανδρών που επάνδρωσαν το συγκεκριμένο Τάγμα. Τον Μάρτιο του 1944 συμμετείχε στην μαζική προσαγωγή αρρένων, βοηθώντας τις γερμανικές αρχές στις τελικές συλλήψεις. Μάλιστα, η συγκέντρωση των ‟υπόπτων” έγινε στις αποθήκες Παναγόπουλου, χώρου στρατωνισμού του Τάγματος Ασφαλείας.
Τέλη του μήνα, οι Ταγματασφαλίτες δεν δίστασαν να ληστέψουν τους 524 ηπειρώτες Εβραίους που μεταφέρθηκαν στο Αγρίνιο και παραδόθηκαν σ’ αυτούς από τις γερμανικές δυνάμεις. Η μικροψυχία και η αρπαχτική διάθεση αυτών των ανθρώπων, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί με τον ανθρωπισμό και την φιλαλληλία που υπέδειξαν οι Αγρινιώτες στους συμπατριώτες τους Εβραίους, προστατεύοντας και φυγαδεύοντάς τους όταν κινδύνεψαν.
Τον επόμενο μήνα έγιναν πρωταγωνιστές μιας από τις μεγαλύτερες τραγωδίες που συγκλόνισαν το Αγρίνιο και που αποτελεί ένα ακόμα όνειδος της νεότερης ιστορίας μας. Αρχικά, εκτέλεσαν στην Μεγάλη Χώρα και τα 11 μέλη εφοδιοπομπής, ύστερα από επιτυχημένη ενέδρα με τις γερμανικές δυνάμεις. Δεν εισάκουσαν καθόλου τις προτροπές των μόλις τριών συνοδών εφεδροελασιτών να αφήσουν τους υπόλοιπους διότι δεν είχαν καμιά σχέση με την αντίσταση, ούτε έδειξαν τον παραμικρό οίκτο προς τους τραυματίες.
Στην συνέχεια, οι Ταγματασφαλίτες ανέλαβαν την ευθύνη επιλογής και εκτέλεσης αριθμού κρατουμένων των φυλακών της Αγίας Τριάδας κατόπιν απόφασης των γερμανικών αρχών να εφαρμόσουν το μέτρο της συλλογικής ευθύνης ως αντίποινα της επίθεσης του ΕΛΑΣ σε αμαξοστοιχία στο χωριό Σταμνά, στις 9 Απριλίου 1944. Επιπλέον, πίεσαν να αυξηθεί ο αριθμός των πατριωτών που θα εκτελούνταν σε 120 από 60 που πρότειναν οι κατακτητές.
Απ’ αυτούς, οι Πάνος Σούλος, Χρήστος Σαλάκος και Αβραάμ Αναστασιάδης απαγχονίστηκαν στην κεντρική πλατεία του Αγρινίου, με τον υπεύθυνο Ταγματασφαλίτη δήμιο να βρίζει και να κλωτσά το σκαμνί του Σαλάκου επειδή τον αναγνώρισε, ενώ η μοναδική γυναίκα που εκτελέστηκε, η Κατίνα Χατζάρα, βασανίστηκε προηγουμένως άγρια απ’ τους συνεργάτες των Γερμανών για να της αποσπάσουν πληροφορίες, δίχως όμως να πετύχουν τον σκοπό τους.
Οι παραπάνω εκτελέσεις πραγματοποιήθηκαν εντός της σημαντικότερης περιόδου της χριστιανικής πίστης, αυτής του Μεγαλοβδόμαδου. Η μεν πρώτη Μ. Τρίτη 11 Απριλίου, η δε δεύτερη ανήμερα της Σταυρωμένης Παρασκευής, 14 Απριλίου, αποδεικνύοντας τόσο την αμείλικτη συμπεριφορά των Ταγματασφαλιτών, όσο και την υποκρισία τους και τις έκπτωτες αξίες που αντιπροσώπευαν.
Οι Ταγματασφαλίτες ήταν υπεύθυνοι για τον βασανισμό και την εκτέλεση και άλλων γυναικών που ήταν οργανωμένες στο ΕΑΜ. Η Ελένη Ανδρεοπούλου υπέστη φρικτά μαρτύρια πριν θανατωθεί, όπως και η Αγγέλλω Στεργιάκη, η οποία εκτελέστηκε από τον ίδιο τον διοικητή του Τάγματος, τον Γεώργιο Τολιόπουλο.
Στις 31 Ιουλίου 1944 πραγματοποιήθηκε άλλη μια ομαδική εκτέλεση στο χωριό Καλύβια, ως αντίποινα επίθεσης του ΕΛΑΣ την προηγούμενη μέρα, προκαλώντας τον θάνατο 8 Γερμανών στρατιωτών. Οι Ταγματασφαλίτες απαγχόνισαν τέσσερεις (Α. Παπαϊωάννου, Α. Τσιαπούρης, Ι. Μαυρέλης, Π. Πάσχος), εκτέλεσαν 55 και, πριν φύγουν, έκαψαν το χωριό. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος θανάτου του Αντώνη Παπαϊωάννου (Καπετάν Δίας). Στο τηλεγραφόξυλο που τον κρέμασαν, ένα καρφί κράτησε το πουκάμισό του και προς στιγμή φάνηκε να προδιαγράφεται η σωτηρία του.
Ένας Ταγματασφαλίτης, όμως, το πρόσεξε την τελευταία στιγμή και κάλεσε πίσω το απόσπασμα των Γερμανών και συναδέλφων του -το οποίο είχε ήδη απομακρυνθεί από τον χώρο- για να τον αποτελειώσουν με τις ξιφολόγχες τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο σχετικός κατάλογος με τα ονόματα των εκτελεσθέντων είχε συνταχθεί από τους Ταγματασφαλίτες και πριν παραδοθεί στους Γερμανούς, ο Τολιόπουλος πρόσθεσε και αυτά των συναδέλφων του Αξιωματικών Παπαϊωάννου και Αποστόλη Τσιαπούρη (Καπετάν Βάκχος).
Το Τάγμα Ασφαλείας, πιστό στον όρκο που έδωσε στον Φύρερ, συμμετείχε επίσης και στις ευρείας κλίμακας εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των κατοχικών δυνάμεων εναντίον του ΕΛΑΣ, τόσο εντός του νομού, όσο και στην Ήπειρο.
Για παράδειγμα, στις 18 Μαρτίου ακολούθησαν τις γερμανικές δυνάμεις στην Κρυοπηγή Πρεβέζης και συνέλαβε 28 κατοίκους, τους οποίους μετέφερε στις φυλακές της Αγίας Τριάδας στο Αγρίνιο.
Στις 15 Ιουλίου, μετά την μάχη της Αμφιλοχίας στην οποία συμμετείχε στο πλευρό των κατακτητών, πραγματοποίησε με τις γερμανικές δυνάμεις εκκαθαριστική επιχείρηση στο Ξηρόμερο. Για τέσσερεις μέρες οι Ταγματασφαλίτες πλιατσικολογούσαν και έκαιγαν χωριά, βασάνιζαν, ατίμαζαν και εκτελούσαν κατοίκους. Παρόμοιες επιδρομές στην συγκεκριμένη περιοχή είχαν ξεκινήσει από τον Απρίλιο και συνεχίστηκαν ως τα τέλη Αυγούστου με την ίδια καταστροφική μανία. Τα ίδια έπραξαν και στον Άγιο Βλάση στις 7 Αυγούστου, στην περιοχή της Καμαρούλας στις 20 του μηνός, παροτρύνοντας μάλιστα οι ίδιοι τους Γερμανούς να επιτεθούν στα εκεί ΕΛΑΣίτικα τμήματα, στο Θέρμο και οπουδήποτε αλλού βρέθηκαν.
Ήταν, πράγματι, τόσο αδίστακτοι που δεν σεβάστηκαν ούτε την Μονή Προυσού, την οποία λεηλάτησαν σε ένα πέρασμά τους από κείνα τα μέρη. Όσον αφορά τον διοικητή του Τάγματος, τον Ταγματάρχη Γιώργο Τολιόπουλο με καταγωγή από την Υπάτη Φθιώτιδας, ο σαδισμός και η βίαιη συμπεριφορά του, δίκαια του απέδωσαν τον χαρακτηρισμό «Κτηνάνθρωπος», ενώ το εγκληματικό του έργο προκαλεί ακόμα και σήμερα αποτροπιασμό.
Ανέλαβε την διοίκηση ύστερα από παραίτηση του προηγούμενου διοικητή, του Αγρινιώτη Άγγελου Κέντρου, ο οποίος εναντιωνόταν στην εκτέλεση των 120 και, εκτός τις αποφάσεις που πήρε για τις ομαδικές εκτελέσεις, δίχως ίχνος ενδοιασμού εκτελούσε προσωπικά κρατούμενους και ήταν υπεύθυνος και για την εκτέλεση της Μαρίας Δημάδη, η οποία εργαζόταν στο Γερμανικό Φρουραρχείο του Αγρινίου για λογαριασμό του ΕΑΜ.
Ο ίδιος, κατέστρωσε το σχέδιο δολοφονίας της και το εξετέλεσε παραμονές της αποχώρησης των Γερμανών. Φοβόταν ότι η Μ. Δημάδη γνώριζε πολλά για την προδοτική τους δράση και δεν ήθελε να υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία. «Που θα πας, τον τάφο σου τον έχουμε έτοιμο» της είπαν κάποια στιγμή Ταγματασφαλίτες, βλέποντας την στον δρόμο. Και, πράγματι, στις 31 Αυγούστου 1944 έπεσε νεκρή από το εκτελεστικό απόσπασμα των Ταγματασφαλιτών, κατ’ εντολή του Τολιόπουλου. Αυτό το τέλος έμελλε να έχει η μεγάλη αυτή αγωνίστρια που το «έγκλημά» της ήταν να βοηθά τον βασανισμένο λαό του Αγρινίου και τον απελευθερωτικό αγώνα, εν αντιθέσει με τους συνεργάτες των κατακτητών, οι οποίοι μεταπολεμικά έλαβαν τιμές, διακρίσεις, προνόμια και η δράση τους χαρακτηρίστηκε πατριωτική και εθνοσωτήρια.
Τελευταία αποστολή του Τάγματος Ασφαλείας ήταν να αποτελέσει την οπισθοφυλακή των γερμανικών δυνάμεων κατά την αποχώρησή τους από το Αγρίνιο στις 10 Σεπτεμβρίου, οι οποίες φρόντισαν να το εφοδιάσουν με άφθονο πολεμικό υλικό. Μάλιστα, έλαβε και τους επαίνους του διοικητή της 104ης Ορεινής Μεραρχίας Κυνηγών, Χάρτβιγκ φον Λούντβιγκερ (Hartwig von Ludwiger), για τις υπηρεσίες που προσέφερε και ήταν έτοιμο να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, οι οποίες είχαν ήδη περικυκλώσει την πόλη. Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι σε κάποιες από τις πρώτες συμπλοκές που έγιναν, ανάμεσα στους νεκρούς Ταγματασφαλίτες ήταν κι ένας ιερέας ο οποίος είχε λάβει κατά την κατάταξή του τον βαθμό του Έφεδρου Ανθυπολοχαγού από τους Γερμανούς.
Αυτή ήταν η δράση του Τάγματος Ασφαλείας κατά την 9μηνη παραμονή του στο Αγρίνιο. Για την προδοτική στάση και τα εγκλήματα που διέπραξαν τα «Σκυλιά των Γερμανών» -έτσι αποκαλούσαν τους Ταγματασφαλίτες- εύλογα θα περίμενε κανείς την ολοκληρωτική τους εξόντωση από τον ΕΛΑΣ, καθώς άξιζε κάθε τιμωρία στον συγκεκριμένο δοσίλογο σχηματισμό, όπως και σε κάθε συνεργάτη των κατακτητών. Ο συμφιλιωτικός χαρακτήρας, όμως, των αρχών του ΕΑΜ που ήθελε την αναίμακτη παράδοση της πόλης και η γενναιοφροσύνη του πολύπαθου αγρινιώτικου λαού που έπνιξε τον πόνο, την οργή και το καθολικό αίτημα για τιμωρία των προδοτών, αποδεχόμενος τις εκκλήσεις των υπευθύνων για ειρηνική λύση, απέτρεψαν την εμφύλια σύρραξη που κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει τις συνέπειές της και το μαρτυρικό Αγρίνιο υποδέχθηκε πανηγυρικά την ελευθερία του στις 14 Σεπτεμβρίου 1944.
Ημέρα όπου εορτάζεται η Ύψωση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού κατά το χριστιανικό εορτολόγιο και συμβόλιζε κατά κάποιο τρόπο την ανάσταση των Αγρινιωτών από την 3χρονη τυραννία τους.
Σύνοψη
Πένητες, εγκληματικά στοιχεία, νοικοκυραίοι που φοβόντουσαν μην τους πάρουν τις περιουσίες οι κομμουνιστές, εθνικόφρονες, μέλη οργανώσεων που διαλύθηκαν από τον ΕΛΑΣ, Αξιωματικοί του στρατού και Χωροφύλακες πιστοί στο Στέμμα, αντικομουνιστές ή εθελοντές που βίωσαν την ‟βία” του ΕΑΜ, όποια κι αν ήταν η σύνθεση του συγκεκριμένου Τάγματος, δεν δικαιολογείται το εύρος των εγκλημάτων που διέπραξαν και η ωμή βία που άσκησαν. Δικαίως, ως σήμερα, οποιαδήποτε αναφορά σ’ αυτό προκαλεί αποστροφή και η ύπαρξή του θεωρήθηκε η πληγή και η ντροπή του τόπου μας. Κρίνεται, συνεπώς, απαραίτητο να πάψει επιτέλους η ιστορία του ένοπλου δοσιλογισμού να είναι θέμα ταμπού για την τοπική κοινωνία και να μελετηθούν η πολιτικοκοινωνική προέλευση, τα κίνητρα, τα αίτια και οι συνθήκες που οδήγησαν τους «άλλους» συμπατριώτες μας στην συνεργασία με τον κατακτητή, ώστε να ερμηνευθεί τόσο η χαρακτηριστική μανία που υπέδειξαν στην τέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, όσο και το πώς εκλάμβαναν οι ίδιοι την έννοια της Αντίστασης.
Και, μέχρι να διαφωτιστεί η μελανή αυτή σελίδα της ιστορίας του τόπου μας, ας αποδίδουμε τις ανάλογες τιμές σε επετειακές μέρες σαν την συγκεκριμένη, ως ελάχιστη εκδήλωση ευγνωμοσύνης σε όλους εκείνους που επέλεξαν να πολεμήσουν τον τύραννο και όχι να είναι αμέτοχοι ή, ακόμα χειρότερα, καιροσκόποι των συνθηκών που δημιούργησε η Κατοχή. Άλλωστε, στα δύσκολα και επικίνδυνα μονοπάτια της σημερινής πραγματικότητας, η διατήρηση της Ιστορικής Μνήμης κρίνεται επιτακτική όσο ποτέ άλλοτε.
Κωνσταντίνος Μ. Σαλταούρας Γαλάτσι, Σεπτέμβριος 2015
Βιβλιογραφία:
- Φ. Γελαδόπουλος, Μαρία Δημάδη, Η ηρωίδα της Εθνικής Αντίστασης, εκδ. Νέστορας, Αθήνα, χ.χ.
- Γ.Σ. Γερολυμάτος, Αγρίνιο, Δρόμοι που γράφουν Ιστορία, εκδ. Δ. Μαυρομμμάτη, Αθήνα, 1994
- Ν.Γ. Ζιάγκος, Αγγλικός Ιμπεριαλισμός και Εθνική Αντίσταση, τ. Α΄ και Δ΄, Αθήνα, 1978 και 1980
- Θ. Κακογιάννης, Μνήμες και Σελίδες της Εθνικής Αντίστασης, εκδ. Κωσταράκη, Αθήνα, 1997
- Γ.Η. Καρύτσας, Ο σφαγιασμός των Αρχειομαρξιστών της περιοχής Αγρινίου από τον ελληνικό Σταλινισμό, εκδ. Άρδην, Αθήνα, 20132
- Τ. Κωστόπουλος, Η αυτολογοκριμένη μνήμη, τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 20132
- Χ.Φ. Μάγιερ, Αιματοβαμμένο Έντελβαϊς, μτφ. Γ. Μυλωνόπουλος, τ. Β΄, εκδ. Εστία, Αθήνα, 2009
- Κ.Δ. Μαραγιάννης, Η Εθνική Αντίσταση στο Θέρμο, εκδ. Μυρτιά, Αγρίνιο, 2005
- Κ.Δ. Μαραγιάννης, Το Αγρίνιο, Μια περιδιάβαση στον τόπο, Μια προσέγγιση σε πρόσωπα και γεγονότα, εκδ. Πάραλος, Αγρίνιο, 2011
- Γ.Μ. Μόσχος, Η Πάτρα στην Κατοχή και στην Αντίσταση, εκδ. Γ. Πικραμένος, Πάτρα, 2013
- Στ.Θ. Χούτας, Η Εθνική Αντίσταση των Ελλήνων (1941 – 1945), Αθήνα, 1961
- Η Μνήμη του επαρχιακού αστικού τόπου και τοπίου: το Αγρίνιο μέχρι την δεκαετία του ’60, Πρακτικά Ημερίδας, επιμ. Κων/να Μπάδα, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2003
- Κατοχή – Αντίσταση – Εμφύλιος, Το Αγρίνιο στη δεκαετία 1940 – 1950, επιμ. Κων/να Μπάδα – Δ. Σφήκας, εκδ. Παρασκήνιο, Αθήνα, 2010.