Αγρίνιο
«Ανυπότακτο Αγρίνιο»: Nα σταματήσουμε να πυροβολούμε τα πόδια μας
Η μέρα της σταδιακής εξόδου από την καραντίνα έφθασε. Το τοπίο που θα αντικρύσουμε, σίγουρα δεν θα θυμίζει και πολύ αυτό που αφήσαμε πίσω μας πριν από δυο μήνες. Είναι άγνωστο ακόμη, πόσοι από τους μικροεπαγγελματίες συμπολίτες μας θα μπορέσουν κάτω από το βάρος των υποχρεώσεών τους να βάλουν το κλειδί στην πόρτα της επιχείρησής τους αλλά και όσοι το κάνουν, πόσο θα αντέξουν;
Τα εισοδήματα των περισσοτέρων ανθρώπων έχουν μειωθεί τόσο που τείνουν προς την εξαφάνιση. Είναι αδύνατον το γεγονός αυτό να μην συμπαρασύρει στη φτωχοποίηση και την τοπική αγορά. Η αύξηση των λουκέτων στην πόλη μας δεν θα αφορά μόνο τις οικογένειες αυτών των επαγγελματιών, αλλά θα έχει αντίκτυπο παντού.
Το παράδοξο ή μη όμως, δεν είναι αυτό. Είναι άλλο. Όλο το προηγούμενο διάστημα, όσοι συμπολίτες μας είχαν τη δυνατότητα να διαθέσουν μέρος του εισοδήματός τους για αγορά προϊόντων, βρήκαν διέξοδο στο ηλεκτρονικό εμπόριο. Καθημερινά, ακόμη και μετά τις γιορτές του Πάσχα, οι ουρές έξω από τα καταστήματα των μεταφορικών εταιρειών της πόλης, αντί να μειώνονται, αυξάνονται, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που κάποιες απ’ αυτές αναγκάστηκαν να αυξήσουν τους αποθηκευτικούς χώρους προκειμένου να τοποθετήσουν τα παραπάνω προϊόντα που διακινούν.
Το γεγονός αυτό οδήγησε σ’ ένα μεγαλύτερο παράδοξο. Με το σύνολο της εμπορικής δραστηριότητας σε υποχρεωτική παύση (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) οι τόνοι των σκουπιδιών που «παράγει» η πόλη, αντί να μειώνονται, αυξάνονται, αποδεικνύοντας, ότι η κατανάλωση μεγαλώνει.
Η περιοχή μας, ως γνωστόν, ανακυκλώνει συγκεκριμένα έσοδα, που προέρχονται κυρίως από τους μισθούς και τις συντάξεις μιας κλειστής -κατά κανόνα- οικονομίας. Οι πηγές από τις οποίες μπορεί να εισρεύσει «ξένο χρήμα», όπως είναι ο τουρισμός, ένα μεγάλο πανεπιστήμιο ή μια βιομηχανική/βιοτεχνική ζώνη, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες. Είναι προφανές, πως αν αυτό το «τοπικό χρήμα» διοχετευθεί έξω από την τοπική οικονομία, η φτωχοποίηση της περιοχής μας είναι δεδομένη.
Είναι μονόδρομος αυτές τις δύσκολες ώρες να νιώσουμε ότι είμαστε μέρος ενός κοινωνικού συνόλου και όχι μοναχικοί καταναλωτές που ζουν σε κενό αέρος, ικανοποιώντας προσωπικές ανάγκες μόνο.
Είναι προς το συμφέρον μας να σταθούμε αλληλέγγυοι μεταξύ μας. Η προτίμηση λοιπόν στα εμπορικά μαγαζιά της πόλης μας, αυτά με τα οποία κάνουμε τόσα χρόνια το καταναλωτικό μας αλισβερίσι και με τις ιδιαίτερες σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί, είναι μια απάντηση στη επικείμενη οικονομική κρίση που έρχεται.
Στον αντίλογο κάποιων για τις «παραφωνίες» που υπάρχουν στην τοπική αγορά, για παράδειγμα, ακριβές τιμές, αθέμιτος ανταγωνισμός, ανασφάλιστοι εργαζόμενοι, λύση είναι να είμαστε παρόντες ώστε να τους απομονώσουμε και να τους αναγκάσουμε με τη στάση μας να τις διορθώσουν, μιας και γνωριζόμαστε λίγο πολύ όλοι μεταξύ μας.
Αυτό βέβαια θα έπρεπε να γίνεται με τις ίδιες απαιτήσεις για το σύνολο των οικονομικών μας τουλάχιστον συναλλαγών. Η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική σε μια σειρά από επαγγέλματα, όπως οι επιστήμονες, οι ελεύθεροι επαγγελματίες ή οι δημόσιοι λειτουργοί.
Ευκαιρία λοιπόν να αναθεωρήσουμε τη στάση μας για μια σειρά από ζητήματα που τα θεωρούσαμε μέχρι τώρα αυτονόητα. Γνωρίζουμε ότι αυτό ακούγεται δύσκολο, αλλά και οι καιροί που ζούμε είναι δύσκολοι. Αν αυτό δεν το αντιληφθούμε, τότε η τοπική μας αγορά θα οδηγηθεί σε οδυνηρές καταστάσεις.
Πέρα από το αναγκαίο διεκδικητικό πλαίσιο, που οφείλουμε όλοι (ως παραγωγικοί φορείς και εργαζόμενοι), να έχουμε απέναντι στο κράτος (κεντρική και τοπική διοίκηση), για μια άλλη κατανομή και διαχείριση των κονδυλίων, με κριτήρια τις υπαρκτές κοινωνικές ανάγκες και όχι τις ανάγκες των συντεχνιών της εξουσίας, οφείλουμε να σταθούμε ο ένας δίπλα στον άλλο και να σταματήσουμε, επιτέλους, να πυροβολούμε τα πόδια μας.