Εγκεφαλογράφημα
Έπιασαν τον λήσταρχο Νταβέλη μεταμφιεσμένο σε γιαγιά
Ηλικιωμένη γυναίκα λόγω της ανέχειας αναγκάστηκε να κλέψει κρέας και τυρί από το Lidl και η επιχείρηση τη διέσυρε και την απείλησε με μήνυση
«ΗΕλλάδα είναι μiα χώρα με καταπληκτική ποιότητα ζωής». Μετά το περιστατικό με την ηλικιωμένη γυναίκα που αναγκάστηκε να κλέψει κρέας και τυρί από το Lidl, τα λόγια του πρωθυπουργού ηχούν ακόμη πιο ξένα προς την πραγματικότητα. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που αγκομαχά πάνω από ράφια γεμάτα με προϊόντα που δεν μπορεί ν’ αποκτήσει.
Όπως έγινε γνωστό, η ηλικιωμένη γυναίκα που πήρε τα πράγματα στο Ίλιον βγάζει τον μήνα της με τα ελάχιστα που περισσεύουν απ’ τη σύνταξή της. Το μεγαλύτερο μέρος του ποσού το δίνει στο στεγαστικό δάνειο για το σπίτι που μένει. Την ίδια ώρα, το ένα της παιδί είναι άνεργο και το άλλο παλεύει να ζήσει τα τέσσερα παιδιά του με 950 ευρώ, απ’ τα οποία πληρώνει ταυτόχρονα τις δόσεις ενός ακόμη μεγάλου δανείου.
Η συγκεκριμένη περίπτωση δεν αποτελεί την εξαίρεση. Με την κατακόρυφη άνοδο των τιμών σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της καθημερινότητας, η απελπισία συνιστά σύνηθες φαινόμενο. Όπως λέει στην ΑΥΓΗ ο Χρήστος Προβέζης απ’ την Αλληλεγγύη για Όλους, δομή που στηρίζει τον ευάλωτο κόσμο απ’ την οικονομική κρίση του 2010, οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί με τους οποίους συνεργάζονται τους λένε ότι έχουν βγάλει πάλι στους πάγκους τους τα τεφτέρια, με την κατανόηση της κατάστασης να μην τελειώνει εκεί. «Στο Κερατσίνι πηγαίνουν οι άνθρωποι το μεσημέρι και τρώνε μαζί, τους μαγειρεύουν».
Συνταξιούχοι σε απόγνωση
Το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στους συνταξιούχους. «Έχουν ανάγκη απ’ όλα τα βασικά αγαθά. Μας τηλεφώνησε πρόσφατα 70άρης σκηνοθέτης κι έλεγε ότι ενώ παίρνει σύνταξη δεν μπορεί να ζήσει». Και πώς να ζήσει, λέει ο Χ. Προβέζης, παίρνοντας ως παράδειγμα τον ίδιο του τον εαυτό. «Μου ήρθε 300 ευρώ το ρεύμα, 70 το νερό, 70 τα κοινόχρηστα και 25 το τηλέφωνο. Μάνι-μάνι πάνω από τέσσερα κατοστάρικα βγαίνουν οι πάγιες ανάγκες. Έχω δικό μου σπίτι και δεν μπορώ να ζήσω». Σε σχέση με την κρίση των Μνημονίων, παρατηρεί ακόμη ότι ο κόσμος τώρα δεν έχει να πιαστεί από πουθενά, καθώς, αν παλιότερα μπορούσαν να βοηθήσουν άλλα μέλη της οικογένειας, τώρα τους είναι αδύνατον. «Τότε ο κόσμος βίωνε το σοκ. Τώρα ζει το δέος».
Αντίστοιχη εικόνα περιγράφει η ΕΚΠΟΙΖΩ (Ένωση καταναλωτή – η ποιότητα της ζωής), όπου τα τηλεφωνήματα για την ακρίβεια πέφτουν βροχή. «Κάθε ημέρα έχουμε πάνω από 20 τηλεφωνήματα για τις αυξήσεις στο ρεύμα και χιλιάδες συνολικά τον μήνα, φαινόμενο που δεν υπήρχε πριν. Πολλές είναι επίσης οι καταγγελίες για τις εισπρακτικές εταιρείες, οι οποίες παίρνουν τηλέφωνο τον κόσμο ακόμη κι όταν δεν έχει περάσει η διορία για την πληρωμή του λογαριασμού».
Μέσα σε αυτό το τοπίο, η αλληλεγγύη γίνεται ξανά ο φάρος που δίνει ελπίδα στον κόσμο. Στην περίπτωση της ηλικιωμένης γυναίκας, οι πελάτες προθυμοποιήθηκαν να της καλύψουν οι ίδιοι τα έξοδα, την ώρα που οι αστυνομικοί εμφανίζονταν θετικοί ν’ αποχωρήσουν και να μη δοθεί συνέχεια στο τμήμα. Η αλυσίδα ωστόσο επέμεινε να ξεκινήσουν κανονικά οι διαδικασίες της μήνυσης σε βάρος της γυναίκας.
Χαμός στα social media
Τη σκυτάλη στήριξης στην ηλικιωμένη πήραν μετά τα social media, μ’ αναρίθμητους χρήστες να καταγγέλλουν την αναλγησία της εταιρείας, η οποία, πιεζόμενη απ’ τις διαστάσεις που πήρε το θέμα, επανήλθε με ανακοίνωση, αναφέροντας πως «η διοίκηση της εταιρείας έλαβε γνώση του περιστατικού και θα φροντίσει να μην υπάρξει συνέχεια. Η εταιρεία θα έρθει σε επικοινωνία με την πελάτισσα για να λήξει το θέμα που δημιουργήθηκε».
“Παραλίγο να μας μείνει”
Το πώς βίωσε η γυναίκα τις στιγμές που ακολούθησαν αρχικά περιέγραψε μιλώντας στο OPEN μια γειτόνισσά της: «Παραλίγο να μας πάθει ζημιά το βράδυ. Πήρε τρία χάπια της πίεσης μαζεμένα και την πήγαμε στο νοσοκομείο. Προσπαθεί η γιαγιά να αυτοκτονήσει γιατί δεν σηκώνει την ντροπή και φοβάται μην φτάσει στα αυτιά των γιων της αυτός ο διασυρμός».
«Η γιαγιά είναι μια κουλούρα σε μία κουβέρτα και δεν μιλάει. Της είπα ψέματα ότι είμαι δικηγόρος και ότι ήρθα να τη σώσω, το λέω και ντρέπομαι. Της είπα ότι θα κάνω τα πάντα για να αποσύρει τη μήνυση το σούπερ μάρκετ. Δυστυχώς όμως, δεν έχω και εγώ λεφτά για να της πληρώσω δικηγόρο».