Μια μακροχρόνια μελέτη σε περισσότερους από χίλιους 70χρονους στη Σουηδία διαπίστωσε ότι όσοι μολύνθηκαν με τον ιό του απλού έρπητα τύπου 1 (HSV-1) είχαν διπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν άνοια. Σήμερα, περίπου το 80% των ενηλίκων στη Σουηδία φέρουν το αντίσωμα για τον HSV-1, είτε το γνωρίζουν είτε όχι, πράγμα που σημαίνει ότι το ανοσοποιητικό τους σύστημα έχει εκτεθεί στο παθογόνο κάποια στιγμή στο παρελθόν.
Ενώ πολλοί πάσχοντες από έρπητα του στόματος δεν εμφανίζουν ποτέ συμπτώματα, άλλοι αντιμετωπίζουν κατά καιρούς εξάρσεις φλεγμονής και φουσκάλες γύρω από το στόμα και τα χείλη. Ανεξάρτητα από το πώς εμφανίζεται εξωτερικά η δια βίου λοίμωξη, τα νέα ευρήματα της σουηδικής μελέτης υποδηλώνουν ότι ο HSV-1 μπορεί να έχει ύπουλες επιπτώσεις στον οργανισμό.
«Είναι συναρπαστικό το γεγονός ότι τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν προηγούμενες μελέτες», δήλωσε η επιδημιολόγος Έρικα Βέστιν από το Πανεπιστήμιο της Ουψάλα στη Σουηδία.
«Όλο και περισσότερα στοιχεία προκύπτουν από μελέτες που, όπως και η δική μας, υποδεικνύουν τον ιό του απλού έρπητα ως παράγοντα κινδύνου για την άνοια» πρόσθεσε.
Τα βαθύτερα αίτια της άνοιας αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της σύγχρονης ιατρικής επιστήμης. Η νόσος Αλτσχάιμερ είναι ο πιο κοινός τύπος άνοιας και συχνά, αλλά όχι πάντα, χαρακτηρίζεται από μη φυσιολογικές συσσωματώσεις πρωτεϊνών στον εγκέφαλο. Εδώ και χρόνια, οι νευροεπιστήμονες και οι ερευνητές φαρμάκων έχουν επικεντρωθεί στην πρόληψη αυτών των συσσωματωμάτων για να μειώσουν τη γνωστική έκπτωση με ελάχιστη έως καθόλου επιτυχία. Ορισμένοι ειδικοί υποθέτουν πως αυτές οι συσσωματώσεις υπάρχουν στον εγκέφαλο για κάποιο λόγο. Θα μπορούσαν κάλλιστα να παίζουν ρόλο στην ανοσολογική απόκριση του κεντρικού νευρικού συστήματος, επιδιορθώνοντας βλάβες ή εμποδίζοντας παθογόνους μικροοργανισμούς να προκαλέσουν βλάβες. Ορισμένοι τύποι της νόσου Αλτσχάιμερ θα μπορούσαν, επομένως, να αποτελούν ένδειξη μιας εκτός ελέγχου αμυντικής αντίδρασης σε ξένα μικρόβια.
Η ιδέα ότι οι λοιμώξεις θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν ορισμένες παραλλαγές της νόσου Αλτσχάιμερ προτάθηκε για πρώτη φορά το 1907, αλλά η υπόθεση αγνοήθηκε και αντιμετωπίστηκε με «μεγάλη εχθρικότητα» από την επιστημονική κοινότητα για πολλές δεκαετίες. Μόνο πολύ πρόσφατα έγινε αποδεκτή.
Στη δεκαετία του 1990, βρέθηκαν για πρώτη φορά ασυνήθιστα επίπεδα DNA του HSV-1 στους εγκεφάλους αποθανόντων ασθενών με νόσο Αλτσχάιμερ. Αργότερα, το 2008, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι το DNA του HSV-1 ήταν παρόν στο 90% των πρωτεϊνικών πλακών σε εγκεφάλους αποθανόντων ασθενών με Αλτσχάιμερ. Επιπλέον, το 72% του HSV-1 DNA στον εγκέφαλο βρέθηκε μέσα σε αυτές τις πλάκες. Τα ευρήματα υπέδειξαν ότι η ανοσολογική απόκριση στον ιό του έρπητα ήταν στενά συνδεδεμένη με τη γνωστική παρακμή.
Μια φετινή μελέτη περίπου 500.000 ιατρικών αρχείων διαπίστωσε ότι ορισμένες σοβαρές ιογενείς λοιμώξεις, όπως η εγκεφαλίτιδα και η πνευμονία, μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης νευροεκφυλιστικών ασθενειών, όπως το Πάρκινσον ή το Αλτσχάιμερ. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι σήμερα δεν έχει επιβεβαιωθεί ο ρόλος παθογόνων όπως ο HSV-1 στη γνωστική έκπτωση.
Οι ερευνητές των Πανεπιστημίων της Ουψάλα και της Umeå της Σουηδίας παρακολούθησαν νεότερους ασθενείς για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Από το σύνολο των 1.002 ενήλικων συμμετεχόντων που παρακολούθησαν για 15 χρόνια, το 82% ήταν φορείς αντισωμάτων HSV-1. Αυτοί οι ασθενείς είχαν διπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν άνοια κατά τη διάρκεια της μελέτης σε σχέση με εκείνους που δεν ήταν φορείς αντισωμάτων HSV-1.
Ωστόσο, διαπιστώθηκε πως οι συμμετέχοντες που έφεραν τον γενετικό παράγοντα κινδύνου APOE-4 δεν είχαν περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν γνωστική έκπτωση που συνδέεται με τα αντισώματα HSV-1. Τα ευρήματα αυτά έρχονται σε αντίθεση με προηγούμενες έρευνες που δείχνουν ότι η γενετική παραλλαγή APOE θα μπορούσε να επιδεινώσει τις πιθανές επιπτώσεις του HSV-1 στην ανοσολογική απόκριση του εγκεφάλου.
«Το ιδιαίτερο στη συγκεκριμένη μελέτη είναι ότι οι συμμετέχοντες έχουν περίπου την ίδια ηλικία, γεγονός που καθιστά τα αποτελέσματα ακόμη πιο αξιόπιστα, καθώς οι ηλικιακές διαφορές, οι οποίες συνδέονται με την ανάπτυξη άνοιας, δεν μπορούν να αλλοιώσουν τα αποτελέσματα», εξήγησε η Βέστιν.
Οι ερευνητές ζητούν να διεξαχθούν τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες κλινικές δοκιμές για να διερευνηθεί κατά πόσον η θεραπεία του έρπητα θα μπορούσε να βοηθήσει στην πρόληψη ή στην καθυστέρηση της εμφάνισης της άνοιας. Μία εν εξελίξει κλινική δοκιμή φάσης ΙΙ που μελετά την επίδραση μιας θεραπείας για τον έρπητα στη νόσο Αλτσχάιμερ- αναμένεται να ολοκληρωθεί τον Δεκέμβριο του 2024.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Alzheimer’s Disease».
ΠΗΓΗ: Science Alert