Ερευνητές από το Johns Hopkins Children’s Center στις ΗΠΑ αναπτύσσουν μια πρωτοποριακή εξέταση αίματος για την ανίχνευση ψυχικών διαταραχών, συμπεριλαμβανομένης της επιλόχειας κατάθλιψης, της σχιζοφρένειας και της επιληψίας. Η έρευνα αυτή βασίζεται σε μια νέα μέθοδο ανίχνευσης αλλαγών που σχετίζονται με ασθένειες του εγκεφάλου.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Molecular Psychiatry», επικεντρώνεται στην ανάλυση των εξωκυτταρικών κυστιδίων (EVs) στο αίμα. Τα EVs είναι μικροσκοπικοί, λιπαροί σάκοι γεμάτοι με γενετικό υλικό όπως το αγγελιοφόρο RNA (mRNA), το οποίο παίζει κρίσιμο ρόλο στην επικοινωνία των κυττάρων. Αυτά τα κυστίδια απελευθερώνονται από όλους τους ιστούς του σώματος, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου, μεταφέροντας συγκεκριμένα κομμάτια mRNA που αντικατοπτρίζουν τη γονιδιακή δραστηριότητα εντός του ιστού προέλευσής τους. Η νέα μελέτη βασίστηκε σε μια προηγούμενη έρευνα του Johns Hopkins Medicine η οποία είχε παρατηρήσει ότι η επικοινωνία των EV σε έγκυες γυναίκες οι οποίες αργότερα εμφάνισαν επιλόχεια κατάθλιψη, είχε τροποποιηθεί.
«Εντοπίσαμε EVs του πλακούντα μόνο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και όχι μετά τη γέννα. Αυτό ήταν μια απόδειξη της έννοιας, ότι μπορούμε να ανιχνεύσουμε EVs που προέρχονται από έναν συγκεκριμένο ιστό ή όργανο», αναφέρει ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Δρ. Σάρβεν Σαμπουνσιγιάν, επίκουρος καθηγητής παιδιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Johns Hopkins.
Εξετάζοντας τα EVs που περιέχουν mRNA από εργαστηριακά αναπτυγμένο ανθρώπινο εγκεφαλικό ιστό και συγκρίνοντας τα ευρήματα αυτά με γνωστές εγκεφαλικές λειτουργίες και διαταραχές, η ομάδα εντόπισε συγκεκριμένα mRNA στο αίμα που συνδέονται με διάφορες εγκεφαλικές διαταραχές. Συγκεκριμένα, εντόπισε 13 mRNAs που συνδέονται με την επιλόχεια κατάθλιψη, αναδεικνύοντας τις δυνατότητες των mRNAs των EV ως δεικτών της εγκεφαλικής δραστηριότητας και της παθολογίας.
Απώτερος στόχος αυτής της έρευνας είναι η δημιουργία μιας απλής εξέτασης αίματος που θα μπορεί να ανιχνεύει αλλαγές στα επίπεδα EV του mRNA στο αίμα, ενδεικτικές ψυχικών διαταραχών, παρέχοντας έτσι ένα μη επεμβατικό, προσιτό διαγνωστικό εργαλείο. Στη συνέχεια, οι ερευνητές θα χρησιμοποιήσουν αυτή την τεχνική για την ανάπτυξη εξετάσεων αίματος για άλλες παθήσεις, όπως η διαταραχή αυτιστικού φάσματος.
Ωστόσο, οι ερευνητές σημείωσαν ότι τα ευρήματά τους, ιδίως αυτά που σχετίζονται με την κατάθλιψη, ενδέχεται να αφορούν συγκεκριμένα την επιλόχεια κατάθλιψη, καθώς η μελέτη διεξήχθη μόνο με δείγματα εγκύων. Αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα για την επικύρωση αυτών των βιοδεικτών σε ένα ευρύτερο φάσμα εγκεφαλικών διαταραχών.
Αναπτύσσεται νέα μέθοδος για τη διάγνωση της διπολικής διαταραχής
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ στη Βρετανία ανέπτυξαν μια νέα μέθοδο για τη διάγνωση της διπολικής διαταραχής συνδυάζοντας μια διαδικτυακή ψυχιατρική αξιολόγηση με μια εξέταση αίματος. Η διπολική διαταραχή επηρεάζει περίπου 80 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως και χαρακτηρίζεται από ακραίες διακυμάνσεις της διάθεσης. Ωστόσο, οι ασθενείς συχνά αναζητούν ιατρική φροντίδα κατά τη διάρκεια καταθλιπτικών επεισοδίων, γεγονός που οδηγεί σε λανθασμένη διάγνωση σε ποσοστό σχεδόν 40% των περιπτώσεων. Η διάκριση μεταξύ διπολικής διαταραχής και μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής είναι ζωτικής σημασίας, καθώς οι δύο καταστάσεις απαιτούν διαφορετικές φαρμακολογικές θεραπείες.
Η ερευνητική ομάδα μελέτησε δείγματα και δεδομένα από τη βρετανική μελέτη Delta, στην οποία συμμετείχαν πάνω από 3.000 συμμετέχοντες οι οποίοι είχαν διαγνωστεί με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή τα τελευταία πέντε χρόνια και εξακολουθούσαν να εμφανίζουν καταθλιπτικά συμπτώματα. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν μια εκτεταμένη διαδικτυακή αξιολόγηση ψυχικής υγείας και παρείχαν δείγματα αποξηραμένου αίματος για την ανάλυση περισσότερων από 600 μεταβολιτών.
Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι η εξέταση αίματος από μόνη της θα μπορούσε να διαγνώσει με ακρίβεια έως και το 30% των ασθενών με διπολική διαταραχή, ενώ η αποτελεσματικότητά της βελτιώθηκε σημαντικά όταν συνδυάστηκε με την ψηφιακή αξιολόγηση ψυχικής υγείας. Οι βιοδείκτες συσχετίστηκαν πρωτίστως με τα μανιακά επεισόδια και παρέμειναν σημαντικοί ακόμη και μετά τη συνεκτίμηση πιθανών παραγόντων, όπως η φαρμακευτική αγωγή.
Ενώ οι ολοκληρωμένες ψυχιατρικές αξιολογήσεις είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές για τη διάγνωση της διπολικής διαταραχής, συχνά συνεπάγονται μεγάλους χρόνους αναμονής και εκτεταμένη διάρκεια. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι η ενσωμάτωση των δοκιμών βιοδεικτών στη διαγνωστική διαδικασία θα μπορούσε να διασφαλίσει ότι οι ασθενείς θα λάβουν έγκαιρα την κατάλληλη θεραπεία και να ανακουφίσει ορισμένες από τις πιέσεις που ασκούνται στους επαγγελματίες του ιατρικού κλάδου.
Η μελέτη δίνει έμφαση στη βιολογική βάση της ψυχικής νόσου, βοηθώντας τους ασθενείς να κατανοήσουν ότι η κατάστασή τους δεν είναι μόνο «στο μυαλό τους». Επιπλέον, ο εντοπισμός βιοδεικτών θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανακάλυψη πιθανών φαρμακευτικών στόχων για τις διαταραχές της διάθεσης, ανοίγοντας το δρόμο για καλύτερες θεραπείες στο μέλλον.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «JAMA Psychiatry».
ΠΗΓΗ: Studyfinds