Εγκεφαλογράφημα
Οι γυναίκες στη Βουλή – Ένα ακόμη στοίχημα των εκλογών
Ακραία αύξηση της έμφυλης βίας, τρομακτικός αριθμός γυναικοκτονιών. Φτωχοποίηση των γυναικών και, ως αποτέλεσμα, μία δυσπιστία -ειδικά των νεότερων- για την ίδια την πολιτική. Είναι και αυτή μία παράμετρος, εξαιρετικά υπολογίσιμη, της τετραετίας που μας πέρασε και όχι μόνο για την Ελλάδα.
Εν μέσω της πανδημίας ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε ότι υπάρχει “έξαρση” της έμφυλης βίας παγκοσμίως. Στην Ελλάδα με την εκδήλωση του κινήματος #metoo αυτομάτως αυξήθηκαν τρομακτικά οι καταγγελίες για ενδοοικογενειακή βία. Ενδεικτικά, μέσα στο 2020, οι κλήσεις στις γραμμές SOS τετραπλασιάστηκαν μέσα σε δύο μήνες. Τον Μάρτιο καταγράφηκαν 325 κλήσεις, τον Απρίλιο ανήλθαν στις 1.070 (με 648 από αυτές να αφορούν ενδοοικογενειακή βία), ενώ το Μάιο ο αριθμός εκτοξεύτηκε στις 1.769 κλήσεις.
Οι αριθμοί αυτοί αυξήθηκαν μέσα στα επόμενα χρόνια και με δεδομένο ότι δεν υπάρχουν αρκετές δομές φιλοξενίας για τις κακοποιημένες γυναίκες και τα παιδιά τους, το πρόβλημα έλαβε διαστάσεις ανεξέλεγκτες.
Υπολογίζοντας και την φτωχοποίηση των γυναικών, το να εγκαταλείψουν το κακοποιητικό τους οικογενειακό περιβάλλον έγινε, χωρίς υπερβολή, κίνηση απαγορευτική. Κι έπειτα, ήταν ο περίγυρος. Ούτε τα οικογενειακά σπίτια, ούτε τα φιλικά ανοίγουν εύκολα τις πόρτες τους. Ως κοινωνία δεν έχουμε αποτινάξει το ταμπού “μείνε να σώσεις την οικογένειά σου”.
Ο συλλογικός φόβος
Η σκληρή πραγματικότητα, όμως, αν κάπως συνοψίζεται, συνοψίζεται σε ένα συλλογικό φόβο που έχουμε οι γυναίκες. Από τα μικρά ως τα μεγάλα, αν φοβάσαι να γυρίσεις μόνη σπίτι σου τη νύχτα, προσπαθείς να είσαι λιγότερο “ορατή”. Ως “αόρατη” νιώθεις μεγαλύτερη ασφάλεια. Αν δε μιλάς κι όλας ως επιζήσασα κακοποίησης, είσαι αντιμέτωπη με την κατακραυγή. Από το “τι φορούσε” φτάσαμε στο “λέει ψέματα”. Μιλώντας πιο ξύλινα, ας πούμε πως η πατριαρχία έχει ισχυρές δικλείδες ασφαλείας, ώστε να προστατεύσει την αδιαμφισβήτη κυριαρχια της: είματε και πιο φτωχές και λιγότερο προστατευμένες από το νόμο, εκπροσωπούμαστε λιγότερο στα κοινά, έχουμε λιγότερη κοινωνική στήριξη από το Κράτος Πρόνοιας και εσχάτως, είμαστε “ψεύτερες”.
Ο φόνος σε μία κοινωνία λειτουργεί ως σύστημα. Αν φοβάσαι να μιλήσεις, φοβάσαι και να εκπροσωπήσεις, όπως και να εκπροσωπηθείς. Και όταν πιστεύεις ότι δεν θα σε ακούσουν (στη χειρότερη) ή θα σε αποπάρουν ως υπερβολική (στην “καλύτερη”) δε συμμετέχεις.
Η οργάνωση της οικογένειας
Η ίδια η δομή της οικογένειας αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα συμμετοχής στα κοινά για μία γυναίκα, ειδικά για μία νέα μητέρα. Θα ήταν άδικο να μην παραδεχτούμε ότι η νέα γενιά ανδρών συμμετέχει περισσότερο στα του οίκου και στο μεγάλωμα των παιδιών, όμως επί του σκληρού ρεαλισμού, η εργαζόμενη μητέρα έχει πολύ λιγότερο χρόνο από τον πατέρα. Το γεγονός δε ότι οι άδειες είναι κατά κύριο λόγο μητρότητας και όχι γονεϊκές και δη άδειες μικρής διάρκειας, κρατά τις γυναίκες στο σπίτι και μακριά από τα κοινά. Αν έχετε παρευρεθεί ποτέ σε πολιτική διαδικασία, θα δείτε πολύ περισσότερους νεους πατέρες από ότι νέες μητέρες, γιατί η μητέρα είναι αυτή που θα παραμείνει στο σπίτι με το παιδί.
Όσο, επίσης, συνηθίζεται η ατάκα “βοηθάω τη γυναίκα μου στις δουλειές του σπιτιού και στο μεγάλωμα των παιδιών”, μάλλον εντός του σπιτιού δεν υπάρχει ισομερής κατανομή εργασίας.
Αυτή η δομή της οικογένειας αποκλείει τις νεότερες γυναίκες από την κοινωνικοποίηση και την πολιτικοποίηση αρχικά στον εργασιακό χώρο -στον εργασιακό συνδικαλισμό, για παράδειγμα- κι έπειτα στην υπόλοιπη πολιτική ζωή.
Αν είσαι γυναίκα είσαι και φενιμίστρια;
Μία πολύ παλιά συζήτηση εντός του γυναικείου κινήματος είναι αυτή: μια γυναίκα είναι αυτομάτως φεμινίστρια; Οι φεμινίστριες λένε πως όχι, κυρίως επειδή δε γεννιέσαι τίποτε απολύτως, εκτός από άνθρωπος. Δε γεννιέσαι ούτε φεμινίστρια ούτε σεξιστής, ούτε πολιτικά προσκείμενος ή προσκείμενη κάπου. Η συμμετοχή στην κοινωνική ζωή είναι αυτή που θα διαμορφώσει τη συνείδηση του ατόμου και σε ό,τι αφορά τις γυναίκες, ο σεξισμός που εισπράττουμε σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής είναι -θεωρητικά- παράγοντας αφύπνισης.
Η τεράστια νίκη του #metoo ήταν να μας κάνει όχι να μιλήσουμε (μόνο), αλλά να απαιτούμε τι θέλουμε και τι δεν θέλουμε να γίνεται πάνω στο σώμα μας. Όμως, το γυναικείο κίνημα είναι πολλά άλλα πράγματα: η ισότητα, Η μισθολογική ισότητα, η οικογενειακή, η εργασιακή, η κοινωνική και, τέλος, η πολιτική.
Ο λόγος, λοιπόν, που το γυναικείο κίνημα ζητά μεγαλύτερη γυναικεία εκπροσώπηση στα κοινα -εν προκειμένω εντός της βουλής- είναι η πεποίθηση πως οι γυναίκες, ακόμη κι αν δεν έχουν συγκροτημένη φεμινιστική ταυτότητα, θα συσπειρωθούν γύρω από ζητήματα που αφορούν δικαιώματα του φύλου μας. Ένα παράδειγμα ήταν η Όλγα Κεφαλογιάννη και η Μαριέττα Γιαννάκου που έθεσαν αντίλογο για το νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια -και λοιδωρήθηκαν, αλλά αυτό, στο τέλος της ημέρας, δεν είχε σημασία: η συζήτηση είχε ήδη ανοίξει.
Τι θα βγάλει η κάλπη;
Υπάρχει μία δυσπιστία από τις γυναίκες προς την κεντρική πολιτική σκηνή. Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχουν γυναίκες πολιτικοί αρχηγοί στα κοινοβουλευτικά κόμματα και σίγουρα είναι αυτή μια αποτρεπτική εικόνα. Για την ακρίβεια, η τελευταία ήταν η Φώφη Γεννηματά και πιο πριν η Αλέκα Παπαρήγα. Η τρίτη στην ιστορία των κομμάτων, ήταν η Μαρία Δαμανάκη. Τρεις γυναίκες συνολικά στη μεταπολίτευση είναι ένας ακραία μικρός αριθμός (υπολογίζοντας πάντα τα κοινοβουλευτικά κόμματα).
Η χώρα μας έχει, επίσης, πολύ λίγες γυναίκες σε υπουργικές θέσεις, πράγμα που έγειρε ερωτήματα και εκτός των συνόρων. Καθώς συχνά -και λάθος- χρησιμοποιούμε την λέξη “Μπανανία” για να αναφερθούμε σε τριτοκοσμικές καταστάσεις, ενδεικτικά η Ρουάντα είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο σε συμμετοχή των γυναικών στο κοινοβούλιο με ποσοστό 55%!
Ας μη γίνουμε Ρουάντα, όμως. Θα ήταν ικανοποιητικό και ένα 50-50…
Σε αυτό το κλίμα δυσπιστίας, όμως, η αυριανή κάλπη θα έχει ένα επιπλέον ενδιαφέρον: μετά το #metoo (ειδικά μετά το #metoo) , tην αύξηση της έμφυλης βίας, τις γυναικοκτονίες και τις γυναικείες διεκδικήσεις, πόσες γυναίκες θα εκπροσωπήσουν τον ελληνικό λαό; Πόσες γυναίκες θα ψηφίσουν εν ολίγοις, οι έλληνες και οι ελληνίδες. Σε πόσες θα δώσουν την ευκαιρία να αποδειχθούν ικανές στην πολιτική;
Και, τελικά, ένα πιθανό θετικό αποτέλεσμα για τη γυναικεία συμμετοχικότητα, θα επηρεάσει θεσμικά τα γυναικεία δικαιώματα;
Διαβάστε επίσης: Εκλογές: Πόσες φορές έχει ενεργοποιηθεί η διαδικασία εντολών σχηματισμού κυβέρνησης στην Ελλάδα