Βουλή
Κουτσούμπας: Δεν θα σας ακολουθήσουμε στο γαϊτανάκι αποπροσανατολισμού
«Το ΚΚΕ δεν πρόκειται με τη συμμετοχή του στη διαδικασία της ψηφοφορίας να νομιμοποιήσει όλα αυτά τα παιχνίδια και όλη αυτή την προσπάθεια συγκάλυψης, είτε αφορά το σκάνδαλο στο χώρο του φαρμάκου είτε τη χειραγώγηση της δικαιοσύνης. Θα αποχωρήσουμε λοιπόν από την ψηφοφορία. Θα πάρουμε βεβαίως μέρος στην προανακριτική επιτροπή -εφόσον συγκροτηθεί- θα καταθέσουμε ξανά τις προτάσεις μας, προκειμένου να υπάρξει ουσιαστική και σε βάθος διερεύνηση της όλης υπόθεσης και θα εκτιμήσουμε και εκεί τη στάση μας. Το σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται να σας ακολουθήσουμε, σε όλο αυτό το γαϊτανάκι αποπροσανατολισμού που παίζετε όλοι σας, πάνω στις πλάτες και τα μεγάλα προβλήματα του ελληνικού λαού», ανέφερε ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας στη συζήτηση στη Βουλή σχετικά με τη συγκρότηση προανακριτικής επιτροπής για τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο.
«Στην επιτροπή που συστάθηκε για την υπόθεση της Νοβάρτις καταθέσαμε προτάσεις για να είναι ουσιαστική η έρευνα. Προτείναμε να γίνει εξέταση όλων των αδικημάτων, να γίνει εξέταση όλων των μαρτύρων και τα στοιχεία που θα συγκεντρώνονταν σε συνθήκες δημοσιότητας και διαφάνειας, μόνο θετική συμβολή θα είχαν στη διερεύνηση συνολικά της υπόθεσης, που προχωρούσε παράλληλα με τις δικαστικές αρχές. Η πορεία, όμως, της επιτροπής και ο σύντομος βίος της θα μείνει στην κοινοβουλευτική ιστορία ως ένα ακόμα μνημείο εκφυλισμού.
Σήμερα, έχουμε -όπως είπαμε- μια αντίστροφή εκδοχή της υπόθεσης Νοβάρτις με καταγγελίες για παρεμβάσεις στο έργο της δικαιοσύνης, που αφορά σε συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα. Και αύριο μπορεί βέβαια να έχουμε και μια τρίτη εκδοχή της υπόθεσης Νοβάρτις, ανάλογα με το πώς διαμορφώνεται κάθε φορά ο πολιτικός συσχετισμός. Ποια θα μπορούσε να είναι μια κάποια λύση σε αυτόν τον φαύλο κύκλο του αποπροσανατολισμού, της σκανδαλολογίας και των πολιτικών παιχνιδιών που παίζονται και μέσα στο κοινοβούλιο; Να γίνει επιτέλους πράξη αυτό που είναι και λαϊκό αίτημα, αλλά και σύνθημα πολιτικών δυνάμεων -από ό,τι φαίνεται μέχρι στιγμής μόνο στα λόγια- και να καταργηθεί τελείως αυτός ο απαράδεκτος νόμος περί ευθύνης υπουργών», πρόσθεσε ο κ. Κουτσούμπας.
Και συνέχισε: «Και κυρίως να καταργηθεί, πέρα από τη μειωμένη παραγραφή, ο βασικός πυρήνας αυτού του νόμου, σύμφωνα με τον οποίο την απόφαση για τη συγκρότηση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την ανάκληση της ποινικής δίωξης, την έχει η εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Οι υπουργοί πρέπει να ελέγχονται και να δικάζονται όπως όλοι οι πολίτες, χωρίς την εμπλοκή της βουλής. Ούτε αυτό όμως δεν τολμάτε, και οι μεν και οι δε, όπως δείχνουν και οι θέσεις σας στη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης. Όπως δεν τολμάτε -και η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ- να καταργήσετε τη ρύθμιση σύμφωνα με την οποία η ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων διορίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση, κάτι το οποίο βέβαια ζητούν και οι ίδιες οι ενώσεις των δικαστικών. Και μετά κόπτεσθε δήθεν για παρεμβάσεις στο έργο των δικαστικών, που είμαστε σίγουροι ότι έκαναν, κάνουν και θα κάνουν όλες οι κυβερνήσεις και οι εκάστοτε υπουργοί τους. Θα μου πείτε: Θα σταματούσαν αυτά τα φαινόμενα αν γίνονταν αυτές οι αλλαγές; Ξέρετε, ότι δεν έχουμε τέτοιες αυταπάτες, όμως τουλάχιστον, δε θα ήταν και τόσο εύκολο να παίζονται όλα αυτά τα πολιτικά παιχνίδια, τα οποία τώρα παίζονται επί μονίμου βάσεως».
Στην ομιλία του ο κ. Κουτσούμπας ανέφερε επίσης: «Δεν είναι η πρώτη φορά, και σίγουρα δε θα είναι και η τελευταία, που μια υπόθεση που εμφανίζεται ως σκάνδαλο βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης και γίνεται προσπάθεια να επισκιάσει άλλα, επίσης σημαντικά ζητήματα και προβλήματα της επικαιρότητας.
Στην προηγούμενη βουλή είχαμε το σκάνδαλο Νοβάρτις -το υπαρκτό σκάνδαλο- σήμερα έχουμε την αντίστροφη εκδοχή του, τις καταγγελίες που γίνονται για παράνομες παρεμβάσεις του πρώην αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης κ. Παπαγγελόπουλου στο έργο της δικαιοσύνης.
Ανεξάρτητα από την ουσία της υπόθεσης, κατά τη γνώμη μας δεν είναι καθόλου τυχαίος ο πολιτικός χρόνος που η κυβερνητική πλειοψηφία επιλέγει να φέρει το συγκεκριμένο θέμα στη βουλή κι αυτό πρέπει να το γνωρίζει ο ελληνικός λαός.
Βρισκόμαστε σε μια περίοδο με πολύ σοβαρές εξελίξεις στο επίπεδο τόσο της εσωτερικής όσο και εξωτερικής πολιτικής.
Από τη μια μεριά έχουμε την επικείμενη κατάθεση ενός πολυνομοσχεδίου που στην ουσία συνιστά μια ευθεία επίθεση στις συλλογικές συμβάσεις, σε μισθούς, σε εργασιακά δικαιώματα, σε όσα τελοσπάντων έχουν απομείνει όρθια από τις παλιότερες κυβερνήσεις της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ.
Και μάλιστα αυτό το πολυνομοσχέδιο κάνει ένα βήμα παραπάνω, βάζοντας στο στόχαστρο την ίδια τη λειτουργία και την αυτονομία των συνδικάτων, το δικαίωμα στην απεργία, που ξεκίνησε βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ με τη γνωστή τροπολογία Αχτσιόγλου.
Έχουμε τη νέα επίθεση που σχεδιάζεται στην κοινωνική ασφάλιση, που με όχημα το νόμο Κατρούγκαλου και τους περιβόητους 3 πυλώνες, προχωράτε στην ιδιωτικοποίηση τώρα της κοινωνικής ασφάλισης, με πρώτο βήμα τις επικουρικές.
Από την άλλη μεριά έχουμε τα απόνερα της επίσκεψης του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, στην Αθήνα, την υπογραφή της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας για τις στρατιωτικές βάσεις,
Οι πανηγυρισμοί τόσο της κυβέρνησης της ΝΔ, όσο και του ΣΥΡΙΖΑ, που προετοίμασε άλλωστε αυτή τη Συμφωνία, είναι εκτός πραγματικότητας και στην κυριολεξία βιάζουν την αλήθεια.
Η επικίνδυνη συμφωνία για τις στρατιωτικές βάσεις μετατρέπει τη χώρα μας σε ένα ορμητήριο με μεγάλους κινδύνους για το λαό μας, υπηρετεί το στόχο των ΗΠΑ, που είναι η αναβάθμιση της παρέμβασής τους στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή, τη Β. Αφρική, τον Περσικό Κόλπο, για τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και αγωγών, σε σκληρό ανταγωνισμό με τη Ρωσία και την Κίνα.
Τα περί «προστασίας απ’ την Τουρκία», «ασφάλειας», «σταθερότητας» στην περιοχή, είναι προπέτασμα καπνού και διαψεύδονται καθημερινά από τις ίδιες τις εξελίξεις, από την εμπλοκή της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, την κλιμάκωση της Τουρκικής επιθετικότητας, την καταπάτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου, τις παραβιάσεις στο Αιγαίο.
Οι ΗΠΑ, οι οποίες ζήτησαν προχθές τη συμμετοχή ελληνικού πολεμικού πλοίου στην πολυεθνική δύναμη των ΗΠΑ στον Περσικό Κόλπο, πριν καλά – καλά αναχωρήσει ο Πομπέο από την Αθήνα, έδωσαν το πράσινο φως στην Τουρκία για νέα πολεμική επιχείρηση στη Βόρεια Συρία κατά του συριακού λαού, κατά των Κούρδων, με μαζικές δολοφονίες αμάχων και νέα διόγκωση του προσφυγικού ρεύματος.
Τη συζήτηση για όλα αυτά ακριβώς είναι που θέλετε να αποφύγετε. Την ενημέρωση του ελληνικού λαού για όλα αυτά προσπαθείτε να εμποδίσετε.
Γιατί ξέρετε πολύ καλά ότι ο ελληνικός λαός είναι αντίθετος σε τέτοιους σχεδιασμούς. Το απέδειξε με δύο μαζικές απεργίες, όσο κι αν προσπαθήσατε να μειώσετε την απήχησή τους. Το απέδειξε και με την προχθεσινή μεγάλη διαδήλωση στην αμερικανική πρεσβεία.
Και θα εναντιωθεί ακόμα περισσότερο, αν μάθει την αλήθεια για τους πραγματικούς στόχους και τις πραγματικές συνέπειες της πολιτικής σας.
Οπότε καταφεύγετε στη γνωστή σκανδαλολογία, καταφεύγετε σε έναν επικοινωνιακό αντιπερισπασμό, αποπροσανατολισμό, αντί να συζητάμε για όλα αυτά, να συζητάμε πάλι για τη Νοβάρτις, τον Παπαγγελόπουλο κ.ο.κ.
Βολική ατζέντα, βολική αντιπαράθεση. Την είδαμε ακριβώς και λίγο πριν από τον κ. Τσίπρα και τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της ΝΔ. Και για την κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά και για τα άλλα κόμματα, που στρατηγικά συντάσσονται μαζί της, και κυρίως για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ακόμη όμως και η συζήτηση γύρω από τα σκάνδαλα γίνεται με τέτοιο τρόπο που συσκοτίζει αντί να βοηθά στην αποκάλυψη της αλήθειας.
Το ΚΚΕ, από την πρώτη στιγμή που άνοιξε η συζήτηση για το σκάνδαλο Νοβάρτις, είχε τονίσει ότι, πέρα από την πλήρη διερεύνηση της υπόθεσης, θα πρέπει να διερευνηθούν και οι βαθύτερες αιτίες των σκανδάλων ειδικά στο χώρο του φαρμάκου, οι βαθύτερες αιτίες που έφεραν το συγκεκριμένο σκάνδαλο στην επιφάνεια. Και αυτές οι αιτίες βρίσκονται στο ότι το φάρμακο αποτελεί ένα προσοδοφόρο εμπόρευμα – ιδιοκτησία ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων και κατ’ επέκταση στους σφοδρούς ανταγωνισμούς μεγάλων ομίλων για μεγαλύτερα κέρδη.
Αυτοί οι ανταγωνισμοί δεν αφορούν βέβαια μόνο το χώρο του φαρμάκου, αλλά όλους τους τομείς της οικονομίας και φτάνουν στο σημείο -ιδιαίτερα σήμερα- να διεξάγονται και ολόκληροι εμπορικοί πόλεμοι ανάμεσα σε διάφορα κράτη, σε διάφορες συμμαχίες.
Είχαμε πει και τότε ότι είναι μεγάλη αφέλεια, έως πολιτική ανευθυνότητα, να θεωρήσει κάποιος, για παράδειγμα, ότι δεν είχε σχέση η ανάδειξη του σκανδάλου Νοβάρτις με την ενόχληση των ΗΠΑ για τα κέρδη της Γερμανίας σε βάρος των δικών της εταιρειών και η κόντρα που αυτές αναπτύσσουν στον τομέα της φαρμακοβιομηχανίας, της αυτοκινητοβιομηχανίας επίσης και σε άλλους πάρα πολλούς τομείς.
Δεν έπιασε τους Αμερικάνους ο πόνος για τη διαφθορά ή για το ύψος της φαρμακευτικής δαπάνης που πληρώνει ο λαός μας.
Άρα υπάρχει η αντικειμενική βάση για ένα ατέλειωτο «δούναι και λαβείν», μεταξύ ομίλων, του πολιτικού προσωπικού τους, κυβερνήσεων. Και στο έδαφος αυτό οι μίζες, η διαφθορά, τα σκάνδαλα, αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου, επιχειρηματικών, έως και γεωπολιτικών παιχνιδιών, ξεκαθαρίσματος λογαριασμών, ανάμεσα σε κορυφαία μονοπώλια και καπιταλιστικά κράτη.
Γι’ αυτό άλλωστε και δεν υπάρχει ούτε ένα κράτος που να μην είχε, να μην έχει τα δικά του αντίστοιχα σκάνδαλα, όσοι ελεγκτικοί μηχανισμοί ή δήθεν ανεξάρτητες αρχές κι αν υπάρχουν σε αυτό.
Με αφορμή την υπόθεση Νοβάρτις υπήρξε και το εξής: Μια συζήτηση κι αντιπαράθεση μεταξύ των κομμάτων που κυβέρνησαν αυτή τη χώρα, για το ποιος μείωσε περισσότερο την κρατική φαρμακευτική δαπάνη και μάλιστα αυτό επιχειρήθηκε να εμφανιστεί και ως πειστήριο καταπολέμησης της διαπλοκής.
Τα στοιχεία, όμως, αποκαλύπτουν ότι οι κυβερνήσεις, οι οποίες προχώρησαν στη μείωση της δημόσιας δαπάνης, δεν το έκαναν για να πλήξουν τα μεγάλα κέρδη της φαρμακοβιομηχανίας, αλλά για να πετύχουν τους στόχους της δημοσιονομικής προσαρμογής και να φορτώσουν βέβαια το οικονομικό βάρος κυρίως στους εργαζόμενους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά τη δραστική μείωση που έχει καταγραφεί τα τελευταία χρόνια, η αποτύπωση στις λιανικές τιμές είναι πάρα πολύ μικρή.
Δηλαδή, μπορεί η κρατική δαπάνη για το φάρμακο να μειώνεται, όμως δεν μειώνεται το κόστος των φαρμάκων. Με αποτέλεσμα ο ασθενής να επιβαρύνεται επιπρόσθετα για την αγορά του.
Συγκριτικά μεταξύ 2009-10 και 2016 η δημόσια δαπάνη, το κράτος και τα ασφαλιστικά ταμεία πληρώνουν κατά 57,7% λιγότερα, ενώ οι ασφαλισμένοι την ίδια ώρα πληρώνουν συμμετοχή κατά 43,1% περισσότερα».
ΑΠΕ-ΜΠΕ