Αγρίνιο
Μαρτυρίες: Αγρίνιο 14 Απριλίου 1944
Αυτή τη μέρα, 14 Απριλίου 2021, δημοσιεύουμε μια επιλογή κειμένων από δημοσιεύσεις του περιοδικού «αρχείον Αγρινίου», σαν ελάχιστη καταβολή οφειλής προς τους «120» εκτελεσμένους τη Μεγάλη Παρασκευή του 1944 στην πόλη. Γνωρίζουμε πολύ καλά, ότι τα social media των καιρών, μάς έχουν μάθει χρόνια τώρα, πιο πολύ να βλέπουμε, παρά να διαβάζουμε.
Η αλήθεια όμως βρίσκεται στην κουβέντα του διπλανού μας, στην κουβέντα της μνήμης του. Εκεί βρίσκεται η αλήθεια ή το ψέμα. Μόνο που ακόμα κι αυτό το «ψέμα» της κουβέντας του διπλανού θα αφήνει πάντα το δρόμο ανοιχτό να ψάξεις την αλήθεια και να την βρεις.
Κείμενα, Επιμέλεια Λευτέρης Τηλιγάδας
«ΕΔΩ ΟΥΔΕΙΣ ΜΑΣ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΗΣΕ…»
Κείμενο: Βασίλης Πατρώνης
«Ο σκληρός Απρίλης του ’44, μέρος 1ο»
Αγρινίου», τ. 5, Μάιος 2018, σελ. 5-9.
Αποσπάσματα.
[…] Τελικά η δύναμη των ευζώνων θα φθάσει στο Αγρίνιο το σούρουπο της Παρασκευής 18 Φεβρουαρίου (και όχι στις 18 Ιανουαρίου, όπως αναφέρει, προφανώς εκ παραδρομής, ο Θ. Κακογιάννης, τότε δεν είχε συγκροτηθεί ούτε καν το Τ.Α. Πατρών) και θα παρελάσει στο κέντρο της πόλης «που έμοιαζε με τεράστιο στρατόπεδο» μέσα στη γενική αδιαφορία του πληθυσμού και χωρίς καμία εκδήλωση επιδοκιμασίας, όπως στην Πάτρα, λέει ο Καραμαλής (Ταγματασφαλίτης που υπηρέτησε στο Αγρίνιο): «Η πόλις έμοιαζε τεράστιο στρατόπεδο, σε κάθε γωνιά, σε κάθε δρόμο έβλεπε κανείς πολυβόλα, ταγκξ(!!), περιπόλους. Ελάχιστοι πολίτες κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Εδώ, εν αντιθέσει προς την Πάτρα, ουδείς μάς χειροκρότησε. Το ίδιο βράδυ ήρθε και μας μίλησε ο Γερμανός φρούραρχος.
[…] Επίσης το ίδιο βράδυ ήλθε εν σώματι η χωροφυλακή Αγρινίου με επικεφαλής τον ταγματάρχη Τζωρτζάκην, η οποία, άοπλος, είχε τεθεί εν απομονώσει από τους κομμουνιστάς. Μαζί μας είχε έρθει ως διοικητής του τάγματος ο αντισυνταγματάρχης Άγγελος Κέντρος και οι ταγματάρχες Δελής και Αρσένης. Ο λόχος στρατωνίσθη εις τας καπνοθήκας αδελφών Παναγοπούλου. Τα δε γραφεία του Τάγματος το ίδιο βράδυ εγκατέστησαν σε ένα ισόγειο διαμέρισμα έναντι του στρατώνος».
Η «ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ» ΣΤΗΝ ΚΡΥΟΠΗΓΗ ΠΡΕΒΕΖΑΣ
Κείμενο: Λευτέρης Τηλιγάδας
Απόσπασμα από τη δημοσίευση στην έντυπη έκδοση:
«Η Μεγάλη Παρασκευή των 120, Το χρονικό της θυσίας»
«αρχείον Αγρινίου», τ. 4, Απρίλιος 2018, σελ. 25.
Και οι τρεις φυλακές του Τάγματος (Αποθήκες Παναγόπουλου, Παπαπέτρου και φυλακές Αγίας Τριάδας) από τον Μάρτιο ακόμα του 44 είχαν γεμίσει με άνδρες και γυναίκες από διάφορες «εκκαθαρίσεις», που πραγματοποιούσαν οι γερμανοί και οι γερμανοτσολιάδες του Τολιόπουλου, όχι μόνο στην περιοχή, αλλά και μακρύτερα από αυτή.
Μετά από πληροφορίες των γερμανών, ότι στην Κρυοπηγή της Πρέβεζας υπάρχουν ένοπλοι Ελασίτες, οι οποίοι αποτελούν τμήμα συντάγματος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, η Γερμανική Γενική Στρατιωτική Διοίκηση Δυτικής Στερεάς, που είχε την έδρα της στο Αγρίνιο, οργάνωσε ξαφνική έφοδο. Ο γερμανικός στρατός έφτασε στην Κρυοπηγή και άρχισε τις έρευνες για αντάρτες και πυρομαχικά.
Αρχικά οι κάτοικοι, πίστεψαν ότι πρόκειται για κίνηση εκφοβισμού ή ότι μπήκαν να λεηλατήσουν, τις αποθήκες με τις προμήθειες και να αρπάξουν τρόφιμα και ζώα.
Σύμφωνα με μαρτυρίες ηλικιωμένων του χωριού, οι Ναζί εξαγριώθηκαν, όταν είδαν να γράφει «ΕΑΜ» πάνω σε ένα τραπέζι στο Δημοτικό Σχολείο.
Μέσα σε μια ώρα έκαψαν δύο σπίτια και συνέλαβαν 28 άνδρες, από 18 έως 50 ετών, τους οποίους μετέφεραν αρχικά στην παλιά Συναγωγή της Πρέβεζας και στη συνέχεια στο Αγρίνιο, όπου τους φυλάκισαν στις φυλακές της Αγίας Τριάδας.
Σωτήρης Πύργος
«ΤΟ ΠΡΟΖΥΜ’ Τ’Σ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑΣ»
Απόσπασμα συνέντευξης του Σωτήρη Πύργου
στην φιλόλογο, δρ του Παν/μίου Ιωαννίνων Μαρία Αγγέλη
στις 26 Φεβρουαρίου 2008
«Η Μεγάλη Παρασκευή των 120, Το χρονικό της θυσίας»,
«αρχείον Αγρινίου», τ. 4, Απρίλιος 2018, σελ. 25.
Τις πρώτες μέρες του Μάρτη της ίδιας χρονιάς μετά από δύο επιθέσεις Εαμιτών κατά ταγματασφαλιτών (η πρώτη 28 Φεβρουαρίου και η δεύτερη 5 Μαρτίου), στις οποίες σκοτώθηκαν τρεις Εαμίτες και συνελήφθη ένας, ο Τολιόπουλος αποφάσισε γενική εκκαθάριση «των τοιούτων δρώντων αναρχικών εντός της πόλεως» και πραγματοποίησε σειρά συλλήψεων, γεμίζοντας τις φυλακές της πόλης.
[…]«Γίνονταν ομαδικές συλλήψεις αντιστασιακών της πόλης. Τους συλληφθέντες τους μετέφεραν στην Παπαπέτρου. Οργανωμένες συλλήψεις αυτές. Ήταν άνθρωποι απ’ όλες τις παρατάξεις. Το “προζύμ” τ’ς Αγιά Τριάδας ήταν απ’ τις συλλήψεις τ’ Παπαπέτρ!
Μας πήγαν εκεί. Το βραδ’ έμειναμε μέσα, ανεξαρτήτως πολιτικής.
Το βράδυ όμως περάσαμε μια σοβαρή κρίση. Συμπτωματικά οπωσδήποτε.
Από Χατζοπούλου, οδός Παπαϊωάννου, μια φάλαγγα αυτοκινήτων γερμανικών με αναμμένα φώτα κατέβαινε για ν’ αράξ’ στο σταθμό του τραίνου. Οι κρατούμενοι απ’ τα παράθυρα όταν τόδαν αυτό, νόμισαν ότι έρχονται για να φορτώσουν, για να τους πάνε στη Γερμανία. Όλοι ανεξαιρέτως, ένας νεωκόρος απ’ την Παράβολα, ένας γαλατάς απ’ το Συνοικισμό, αγκαλιάζονταν κείνη τ’ν ώρα κι παρακάλαγαν το θεό να τ’ς βοηθήσει. Οι αδελφοί Αρκουμάνη που ‘χαν καφενείο εδώ πέρα, αγκαλιάζονταν τ’ αδέλφια, κι άλλοι Αγρινιώτες να μην αποχωριστούν, για να πάνε όλοι μαζί.
Στη δική μου περίπτωση, εμείς είμασταν πέντε-έξι Φουσκαριώτες, γειτονοπούλα, ήταν ο Χρήστος ο Μπάρλας ή Σβώλος, ο Σπύρος και Τάκης Σαμέτης, ο Νίκος Κατσάμπαλος. Ο Σβώλος κι ο Κατσάμπαλος εκτελέστηκαν τη Μ. Παρασκευή απ’ αυτή τη σύλληψη.
Αμέσως αγκαλιαζόμασταν και φιλιόμασταν να μείνουμε μαζί και να πάμε όλοι μαζί. Να μη μας χωρίσουν.
Αυτή τη στιγμή που γένονταν συγκινητικές στιγμές, που αντάμωναν οι φίλοι, έκανε ένας υπάλληλος μία απόπειρα αυτοκτονίας μέσα στις αποθήκες
Έπεσε στο κενό μέσα στο εσωτερικό στην αποθήκη!
Τη νύχτα, χαράματα διαπιστώθηκε ότι τα αυτοκίνητα αυτά είχαν άλλο σκοπό…
Από τις 9:00 η ώρα είχε στηθεί ένα τάνκς. Μέσα ήταν δύο κουκουλοφόροι. Πέρναες μπροστά από το τάνκς, άναβε το φως και κρατιόσουνα ή σ’ έδιωχναν. Από κει και πέρα σ’ εβγανανε απ την πόρτα κι έδωνε το σήμα ο σκοπός κι ήσνα ελεύθερος.
Πάηνες στο σπίτι σου. Οι άλλοι πάηνανε για εκτέλεση… »
Η ΖΩΗ, ΚΑΤΑ Τ’ ΑΛΛΑ, ΣΤΗ ΠΟΛΗ ΚΥΛΟΥΣΕ ΟΜΑΛΑ…
Αφήγηση: Γιάννη Κανάτα | Κατέγραψε ο Βασίλης Τραπέτσας
«Η Μεγάλη Παρασκευή των 120, Το χρονικό της θυσίας.»
«αρχείον Αγρινίου», τ. 4, Απρίλιος 2018, σελ. 29,
«Εγώ, καπνοπώλης στην Παπαστράτου 2! Η κυκλοφορία στους δρόμους ξεκινούσε μισή ώρα μετά την ανατολή και τέλειωνε μισή ώρα πριν τη δύση. Ο πατέρας μου τότε είχε κάποια προβλήματα με το στομάχι του, ο αδελφός μου ήταν αντάρτης κι έτσι, εκείνη την ημέρα, κατέβηκα εγώ στο μαγαζί για να πουλήσω κάνα τσιγαράκι «στούκας», να βγάλουμε το ψωμάκι μας. Απ’ τον Αγγελόπουλο με τους καφέδες μέχρι την πλατεία Μπέλλου γινόταν κάθε μέρα μαυραγορά. Πούλαγες κι αγόραζες ότι ήθελες! Εκείνη όμως τη μέρα, Μεγάλη Παρασκευή του ’44, καθώς κατέβαινα για το καπνοπωλείο, είδα, ότι δεν ήταν τόσοι πολλοί μαυραγορίτες, όπως τις προηγούμενες ημέρες. Κάποιους γνωστούς μου, όπως τον Κώστα τον Παπασίγκα, τον Τζίμη απ’ τον συνοικισμό, τον Αλέκο, τον Χρήστο κ.α., δεν τους είδα…
Πήγα στο μαγαζί, ανοίγω τη «φυσαρμόνικα», τη σιδερένια κι όταν έβγαλα το ένα φύλλο της πόρτας και πήγα να το αποθέσω δίπλα, κοιτάω μπροστά στο περίπτερο του Καραχρήστου, που ήταν μπροστά απ’ το ξενοδοχείο «Αθήναι»· τι να δω; Ο ένας κρεμασμένος! Πω, πω!
Κοιτάω απέναντι στο καφενείο του Ψαρά, στο περίπτερο του Χώχου… κι άλλος κρεμασμένος! Κοιτάω στο “Ακροπόλ”, προς το περίπτερο του Παπαγεωργίου… ο τρίτος κρεμασμένος!
Τότε ήμουνα 15 χρονών παιδάκι. Φοβήθηκα! Κλείνω το μαγαζί κι έρχομαι ξανά στο σπίτι.
Καθ’ οδόν για το σπίτι, από τον κόσμο, έμαθα ότι οι Γερμανοί σκοτώσανε τους 120 στην Αγία Τριάδα και κρέμασαν τους τρεις στην πλατεία Μπέλλου.
Όμως, όπως έλεγαν, μετά απ’ αυτό, «η ζωή στη πόλη κυλάει ομαλά!»
14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1944 – Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Κείμενο: Γιάννα Σμανή
Από Κώστα Μπουμπουρή, «Το Κουντρί», Μπατσούλας Ν & Σ, 2013
Αναδημοσιεύσεις:
«Η Μεγάλη Παρασκευή των 120, Το χρονικό της θυσίας».
«αρχείον Αγρινίου», τ. 4, Απρίλιος 2018, σελ. 33,
Στο κοντινό χωριό Αβόρανη, αχάραγα ακόμα, μια μάνα, χωμένη στις στάχτες του τζακιού πάλευε ν’ ανάψει τη φωτιά. Ξημέρωνε Μεγάλη Παρασκευή, κι όπως το καλεί ο χαρακτήρας της μέρας, ήταν θλιμμένη. Ψιλόβρεχε. Ξάφνου ριπές όπλων έσχισαν την ησυχία της αυγής κι έφτασαν ως τ’ αυτιά της κι ακόμα πέρα.
Πετάχτηκε όρθια αλαφιασμένη κι έπιασε το κεφαλομάντηλο που ΄χε γλιστρήσει στους ώμους της. Μια σκοτεινιά την κατέκλυσε, μια στιγμιαία ζάλη την ανάγκασε να στηριχτεί στην προεξοχή του τζακιού. Η καρδιά αναπήδησε, το στομάχι δέθηκε κόμπος. Κείνη την ίδια στιγμή ήξερε… Ο πρωτότοκός της, ο Γιάννης της, που έλειπε από τις 17 Μαρτίου διέτρεχε κίνδυνο. Έδεσε σφιχτά κάτω απ’ το σαγόνι της το λυμένο κεφαλομάντηλο και ξεχύθηκε τρέχοντας έξω απ΄ το μικρό χωριατόσπιτο.
Άρχισε να τρέχει προς τις ριπές. Ανά πέντε, ίσως και δέκα λεπτά οι ριπές επαναλαμβάνονταν πάλι και πάλι… Εκείνη έτρεχε, μόνο έτρεχε και ζύγωνε. Να προλάβει… Αλήθεια, τι;
[…]
Κόσμος πολύς μαζεμένος. Έσπρωξε… Εκτόπισε… Πλησίασε… Εκατό περίπου μέτρα μακριά της, σωρός τα πτώματα. Έκανε να προχωρήσει, μια ξιφολόγχη ακούμπησε απειλητικά το στήθος της. Έφραξε με την παλάμη το στόμα της κι άκουσε γύρω της το θρήνο που ξεσηκωνόταν απ’ το συγκεντρωμένο πλήθος, και τις καμπάνες που χτυπούσαν πένθιμα… Ήταν, άραγε, ανάμεσα στους σκοτωμένους και το δικό της παιδί; Μια σειρά από οπλισμένους γερμανοτσολιάδες, με προτεταμένα τα όπλα τους προς το πλήθος, δημιούργησαν ένα αδιαπέραστο τείχος και την εμπόδιζε να πλησιάσει, να ψάξει μέσα στο φρεσκοσκαμμένο λάκκο το βλαστάρι της.
Κάποιος ανιψιός της, που την ακολουθούσε όλη αυτή την ώρα, έφυγε για την πλατεία να δει, να αναγνωρίσει τους κρεμασμένους. Τρεις ήταν, λέει… Δεν ήταν ο Γιάννης ανάμεσά τους. Μέχρι να πάει και να ‘ρθει ένας απ’ τους συνεργάτες των εκτελεστών ανεβασμένος σ’ ένα πεζούλι, ν’ ακούγεται καθαρά, διάβαζε με βροντερή φωνή, (πάσκιζε να σκεπάσει το θρήνο, τις καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής, ή μήπως και τη συνείδησή του;) τα ονόματα των εκτελεσθέντων. Έκανε, χωρίς να το συνειδητοποιεί, ένα προσκλητήριο νεκρών. Το πρώτο προσκλητήριο νεκρών, όπου κανείς δεν φώναξε «ΑΘΑΝΑΤΟΙ!!!», όπως τους άρμοζε! Με σκισμένη την καρδιά στα δύο, άκουγε – άκουγε – άκουγε… Παπανίκος Γιάννης… Ο Γιάννης της!!!
Δεν της τον έδωσαν, να αγκαλιάσει το άψυχο κορμί του, να τον πλύνει, να τον ντύσει, να τον χτενίσει. Να τον στολίσει γαμπρό, πριν τον παραδώσει στη γη. Να χαϊδέψει τα μαύρα του μαλλιά, να ασπαστεί το πρόσωπό του! Να του βάλει στο πέτο ένα από κείνα τα τριανταφυλλάκια της αυλής τους, που τόσο του άρεσαν! Της στέρησαν το νυχτέρι του!
Τους παράχωσαν όλους μαζί, εκατόν είκοσι νοματαίους, εκεί πίσω απ΄ την Αγία Τριάδα.
Μαυροφορέθηκε την ίδια μέρα κι όσο ζούσε, τη θυμάμαι πάντα με μαύρα. Ο καημός του Γιάννη της δεν γιατρεύτηκε ποτέ.
«Αλήθεια, Θεέ μου σχώραμε, η Αγία Τριάδα πού κοίταζε κείνη την ώρα;», έλεγε χρόνια μετά, που βρήκε το κουράγιο και τη δύναμη να μιλήσει για κείνη τη μέρα. Κι όταν ήθελε να αναφερθεί στους εκτελεστές του γιου της, έλεγε: «οι σταυρωτήδες».
[…] Για πολλά – πολλά χρόνια μετά, τίποτα δεν θύμιζε στους νεότερους τί είχε γίνει εκεί, τη Μεγάλη Παρασκευή, 14 Απρίλη του ΄44.
Παιδιά εμείς, μαθήτριες Γυμνασίου στη δεκαετία του ΄70 πατούσαμε το χώρο του μαρτυρίου καθώς πηγαινοερχόμασταν στο Α΄ Γυμνάσιο Θηλέων, στην περιοχή της Αγίας Τριάδας , χωρίς να γνωρίζουμε ότι πατούσαμε πάνω σε πρόσφατα ματωμένα χώματα. Για μερικές από μας, «Ματωμένα Χώματα» ήταν μόνο εκείνα της Διδώς Σωτηρίου.
Κλείνουμε αυτό το αφιέρωμα με το ένα απόσπασμα από το ποίημα του Παναιτωλιώτη ποιητή Δημήτρη Πιστικού που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 129 του περιοδικού «Πνευματική ζωή», με τίτλο «Μεγάλη Παρασκευή 1944»
«Δεν έχω τίποτα να πω, κι όμως ακόμα είμαι ζωντανός
μετά από τόση φρίκη
κόσμε, πώς μας αντέχεις πάνω σου και δεν μας αφανίζεις
πώς μας θωρείς στην πόρτα σου και δεν μας τηνε κλείνεις
και συ ουρανέ πως άφησες τις ανάσες τους να μας μολύνουν τον αγέρα
πώς σήκωσες στον ώμο σου τέτοιους γραικούς
και δεν τους γκρέμισες στο χάος
πώς κράτησες στα χέρια σου τέτοια λεπρή Ευρώπη;
Χέρι με χέρι πάνε μαζί τα ματωμένα έθνη».
«Αgrinio 365» Media Group | Antenna-Star.gr – AgrinioTimes.gr