Μια νέα μελέτη συνδέει την αυξανόμενη κατανάλωση επεξεργασμένων τροφίμων με τη μείωση των επιπέδων των βακτηρίων του εντέρου που βοηθούν στην πέψη της φυτικής κυτταρίνης, ιδίως στους ανθρώπους που ζουν σε βιομηχανικές χώρες.
Παρόλο που τα φρούτα και τα λαχανικά αποτελούν βασικό μέρος της ανθρώπινης διατροφής, οι επιστήμονες μόλις τώρα αρχίζουν να κατανοούν πώς το σώμα μας διασπά την πιο άφθονη οργανική ένωση στη Γη: την κυτταρίνη, το σκληρό υλικό που επενδύει τα κυτταρικά τοιχώματα των φυτών. Τώρα, μια διεθνής ομάδα ερευνητών ανακάλυψε άγνωστα μέχρι σήμερα μικρόβια που κρύβονται στο ανθρώπινο έντερο και είναι ικανά να διασπάσουν την κυτταρίνη.
Για δεκαετίες, θεωρούνταν ότι ο ανθρώπινος οργανισμός δεν μπορεί να διασπάσει την κυτταρίνη. Ωστόσο, το 2003, οι επιστήμονες ανακάλυψαν ορισμένα βακτήρια στο ανθρώπινο έντερο που μπορούν να χωνέψουν αυτές τις ίνες. Οι ερευνητές της νέας μελέτης βασίστηκαν στα γονίδια του ίδιου βακτηρίου για να αναζητήσουν άλλα παρόμοια. Χρησιμοποίησαν δείγματα κοπράνων για να εξετάσουν το μικροβίωμα ανθρώπων από διαφορετικές εποχές και περιοχές. Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι έχουμε περισσότερα κοινά με τα αγροτικά ζώα απ’ ό,τι πιστεύαμε κάποτε.
Τα έντερά μας, όπως αποδεικνύεται, διαθέτουν αρκετά είδη μικροβίων που καταναλώνουν κυτταρίνη και τα οποία διέφευγαν της προσοχής μας μέχρι τώρα. Ένα είδος σχετίζεται στενά με τα οπληφόρα θηλαστικά, ένα άλλο με τα πρωτεύοντα θηλαστικά και ένα άλλο με τους ανθρώπους. Και τα τρία ανήκουν στο γένος Ruminococcus – που είναι γνωστό ότι έχει ήδη εκπροσώπους στα υγιή (και ανθυγιεινά) ανθρώπινα έντερα – και διαθέτουν γονίδια που εμπλέκονται στην πέψη της κυτταρίνης.
Οι τρεις τύποι μικροβίων ήταν άφθονοι σε δείγματα κοπράνων από κυνηγούς-συλλέκτες, αγροτικούς πληθυσμούς και αρχαίους ανθρώπους που έζησαν πριν 1.000 έως 2.000 χρόνια. Ωστόσο, οι ερευνητές διαπίστωσαν πως τα εν λόγω μικρόβια ήταν σπάνια στους πληθυσμούς από σύγχρονες, βιομηχανοποιημένες κοινωνίες.
«Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν συλλογικά μια μείωση αυτών των ειδών στο ανθρώπινο έντερο, που πιθανώς επηρεάστηκε από τη στροφή προς τον δυτικοποιημένο τρόπο ζωής», γράφουν οι συγγραφείς της μελέτης, με επικεφαλής τη μικροβιολόγο Σάρα Μόραϊς από το Πανεπιστήμιο Ben-Gurion του Negev στο Ισραήλ.
Είναι πιθανό, εξηγούν οι ερευνητές, ότι αν τα μικρόβια Ruminococcus στερηθούν τις φυτικές ίνες, ο αριθμός τους στο έντερο μειώνεται. Ο φόβος των επιστημόνων είναι ότι αυτά τα είδη συμβάλλουν με κάποιο τρόπο στην κακή μεταβολική υγεία των σύγχρονων, αστικοποιημένων ανθρώπων.
Οι συγγραφείς της τρέχουσας μελέτης πιστεύουν ότι «μπορεί να υπάρχει δυνατότητα σκόπιμης επανεισαγωγής ή εμπλουτισμού αυτών των ειδών στο ανθρώπινο έντερο» μέσω συμπληρωμάτων διατροφής ή εξειδικευμένων προβιοτικών.
Σήμερα, ορισμένες μελέτες υποδεικνύουν ότι οι τρέχουσες κατευθυντήριες γραμμές για την πρόσληψη φυτικών ινών είναι πολύ χαμηλές στις βιομηχανικές κοινωνίες και ότι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα υγείας. Οι αρχικές μελέτες δείχνουν ότι τα συμπληρώματα κυτταρίνης, όπως και οι φυτικές ίνες, μπορούν να έχουν πολλαπλά οφέλη για την υγεία, συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών στα μικρόβια του εντέρου, την ανοσολογική απόκριση και την έκφραση των γονιδίων. Ωστόσο, αυτού του είδους η έρευνα βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο. Ενώ οι συσχετίσεις φαίνονται ελπιδοφόρες, οι υποκείμενοι μηχανισμοί παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άγνωστοι.
Η παρούσα μελέτη αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός, καθώς φέρνει στο φως άγνωστα μέχρι πρότινος βακτήρια του εντέρου που μπορεί να είναι σημαντικοί παράγοντες για την υγεία του ανθρώπινου εντέρου. Η εξελικτική ανάλυση «υποδηλώνει έντονα» ότι το σχετιζόμενο με τον άνθρωπο στέλεχος βακτηρίων Ruminococcus μεταφέρθηκε αρχικά σε εμάς από το έντερο των μηρυκαστικών, ενδεχομένως κατά τη διάρκεια της εξημέρωσης. Η συμβίωση με τα ζώα, επομένως, μπορεί να βελτίωσε την ικανότητά μας να χωνεύουμε τις φυτικές ίνες. Επίσης, σε σχέση με τα είδη Ruminococcus που εντοπίζονται στα έντερα άλλων θηλαστικών και μη ανθρώπινων πρωτευόντων, αυτά που βρίσκονται στους ανθρώπους φαίνεται να έχουν προσαρμοστεί στο νέο τους οικοσύστημα και να έχουν αποκτήσει γονίδια από γειτονικά μικρόβια του εντέρου.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Science».
ΠΗΓΗ: Science Alert