Uncategorized
Ομιλία Φίλιππου Σαχινίδη στο 1ο Αναπτυξιακο Συνέδριο Αιτωλοακαρνανίας
Μετά από μια δεκαετή κρίση, η οποία οδήγησε στην υπογραφή τριών μνημονίων προκειμένου η χώρα να αντιμετωπίσει τα διαρθρωτικά προβλήματά της στην οικονομία, βρισκόμαστε τρεις μήνες πριν τη λήξη του τρίτου μνημονίου.
Στο διάστημα που μεσολαβεί πρέπει να:
- Κλείσει η συμφωνία για τα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους και να αποσαφηνιστεί αν και πως θα συνδεθούν με δεσμεύσεις της χώρας
- Προσδιοριστεί το είδος της μεταμνημονιακής εποπτείας της ελληνικής οικονομίας
- Να οριστικοποιηθεί αν και ποιος θα είναι ο ρόλος του ΔΝΤ.
Τα κρίσιμα ερωτήματα για τους Έλληνες πολίτες μετά τη δεκάχρονη κρίση είναι:
- Aν και πως η Ελλάδα μπορεί να καλύψει το χαμένο ΑΕΠ ώστε να μπει σε τροχιά πραγματικής σύγκλισης με την υπόλοιπη Ευρώπη και
- Πως θα αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης.
Ένα από τα πολλά παράδοξα που σχετίζονται με την ελληνική κρίση είναι ότι ακόμη και σήμερα οι μυθοπλασίες γύρω από τα αίτιά της παραμένουν ισχυρές.
Αυτό εμποδίζει τη διεξαγωγή μιας συζήτησης για την επόμενη ημέρα σε ορθολογική βάση.
Για να απαντήσουμε στα ερωτήματα για την επόμενη ημέρα ήρθε η ώρα να συμφωνήσουμε στις απαντήσεις στα ακόλουθα ερωτήματα:
1) Ποια ήταν τα αίτια της κρίσης και γιατί αυτή διήρκεσε τόσο πολύ και είχε τόσο μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος και
2) Να αποφανθούμε αν η κρίση οδήγησε στα μνημόνια ή το αντίθετο.
Η βασική, αλλά όχι καθολικά αποδεκτή, ερμηνεία για τα αίτια της κρίσης ξεκινά από τη θέση ότι η Ελλάδα μετά την ένταξη στην ΟΝΕ, και ιδιαίτερα μετά το 2004, αδράνησε στην αντιμετώπιση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που διογκώνονταν χρόνο με το χρόνο.
Το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας ήταν το σαθρό παραγωγικό πρότυπο που δεν της επέτρεπε να ενταχθεί αποτελεσματικά στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.
Έτσι, συρρικνώθηκε το τμήμα της οικονομίας που παρήγαγε διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες και διογκώθηκε το εσωστρεφές της τμήμα.
Όταν, λοιπόν, εκδηλώθηκε η κρίση, η Ελλάδα βρέθηκε με:
1) Τεράστιο δημόσιο χρέος και μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα,
2) Πρωτοφανές για τα μεταπολεμικά δεδομένα έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και
3) Τεράστιο έλλειμμα αξιοπιστίας εξαιτίας των «πλαστών στατιστικών στοιχείων» –διατύπωση της έκθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – που έστελνε στη Eurostat η κυβέρνηση της ΝΔ.
Όταν οι ροές των κεφαλαίων σταμάτησαν γιατί οι αγορές συμπέραναν ότι η Ελλάδα μπορεί να δυσκολευτεί μελλοντικά να εξυπηρετήσει το χρέος της, η χώρα προσέφυγε στους Ευρωπαίους εταίρους οι οποίοι προσέφεραν πρόγραμμα 110 δις ευρώ έναντι δεσμεύσεων της για αντιμετώπιση των μακροοικονομικών της ανισορροπιών.
Εκείνες λοιπόν τις κρίσιμες στιγμές δεν υπήρξε συναίνεση από την αξιωματική αντιπολίτευση της ΝΔ για την φύση του προβλήματος, ούτε για το μέγεθος της κρίσης, ούτε για το τι έπρεπε να γίνει.
Η έλλειψη πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης επί ενός εθνικού σχεδίου εξόδου από την κρίση, είχε ως αποτέλεσμα η χώρα να υπογράψει τρία μνημόνια, να παραμείνει σε ύφεση από το 2008 μέχρι το 2016 για περίπου μια δεκαετία, να χάσει το 25% του ΑΕΠ, και η ανεργία να φτάσει στο 27%.
Κρίνοντας εκ των υστέρων την εμπειρία της Ελλάδας με αυτήν άλλων χωρών που μπήκαν στα μνημόνια είναι προφανές ότι οι άλλοι πέτυχαν εκεί που εμείς αποτύχαμε.
Αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι στην Ιρλανδία, Πορτογαλία και Κύπρο δεν υπήρχαν πολιτικές διχογνωμίες ως προς τα αίτια προσφυγής στα μνημόνια.
Στις χώρες αυτές, κυβέρνηση και αντιπολίτευση συναίνεσαν, εφάρμοσαν τις πολιτικές που τους επέτρεψαν να διορθώσουν τις οικονομικές ανισορροπίες τους, αποκατέστησαν την αξιοπιστία τους και απέκτησαν ξανά πρόσβαση στις αγορές με ένα μόνο μνημόνιο.
Στο ερώτημα αν υπήρχε τρόπος να αντιμετωπίσουμε τα οικονομικά προβλήματα με κάποια άλλη πολιτική με την οποία θα αποφεύγαμε στο σύνολο τους τις απώλειες σε ΑΕΠ η απάντηση μου είναι κατηγορηματικά όχι.
Θα μπορούσαμε όμως να περιορίσουμε τις απώλειες σε ΑΕΠ και σε θέσεις εργασίας αν υπήρχαν συναινέσεις και πολιτική σταθερότητα στο εσωτερικό της χώρας και ετοιμότητα των ευρωπαίων για άμεσες και ριζοσπαστικές λύσεις ως προς τη στήριξη της χώρας.
Η Ελλάδα, έπειτα από μια χαμένη δεκαετία, το 2017 είχε θετικό ρυθμό ανάπτυξης περίπου στο 1,4%. Πολύ χαμηλότερα από την αρχική πρόβλεψη για 2,7%.
Η χαμηλότερη επίδοση το 2017, όπως και η ύφεση το 2015 και το 2016 υπήρξαν το συνδυαστικό αποτέλεσμα των capital controls, αλλά και της υπέρμετρης λιτότητας μέσω των υπερπλεονασμάτων που συνειδητά επέλεξε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ παρά το γεγονός ότι τα καταδίκαζε ακόμη και ως κυβέρνηση.
Σε τι διαφέρει για παράδειγμα το πλεόνασμα 4,2% του ΑΕΠ για το 2017 από το αντίστοιχα του δεύτερου μνημονίου;
Την τριετία 2016-2018 η υπέρβαση του ετήσιου στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα ισοδυναμεί με αφαίμαξη από την οικονομία πόρων ύψους 7,5 δισ. ευρώ.
Με λίγα λόγια τα υπερπλεονάσματα υπήρξαν το αποτέλεσμα της υπερφορολόγησης και όχι της αύξησης του ΑΕΠ.
Αυτό έχει ως συνέπεια σημαντικές απώλειες σε όρους ΑΕΠ, θέσεων εργασίας και εισοδημάτων με αποκλειστική ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ και όχι των θεσμικών δανειστών.
Επιπρόσθετα, η κυβέρνηση με την υπογραφή της και χωρίς να υπάρχει κάποιο νέο μνημόνιο δεσμεύει τη χώρα με δημοσιονομικά μέτρα για τα έτη 2019 και 2020 και με υψηλούς στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα, τουλάχιστον μέχρι το 2022 δηλαδή για 4 χρόνια μετά τη τυπική λήξη του Τρίτου Μνημονίου.
Δεν αποτελεί λοιπόν σύμπτωση ότι πρόσφατα τόσο η Ε.Ε και ο ΟΟΣΑ αναθεώρησαν σημαντικά προς τα κάτω τις προβλέψεις τους για το ρυθμό ανάπτυξης του 2018 και το 2019.
Με αυτά τα δεδομένα, σήμερα η κυβέρνηση οφείλει να απαντήσει στα ακόλουθα ερωτήματα:
- Έχουν γίνει οι αναγκαίες αλλαγές στην Ελλάδα, έχει προετοιμαστεί επαρκώς η οικονομία, έχει μετασχηματιστεί το παραγωγικό πρότυπο ώστε να μπούμε σε πορεία βιώσιμης ανάπτυξης;
- Σε περίπτωση μιας νέας διεθνούς κρίσης θα είμαστε προστατευμένοι ώστε να μην πληρώσουμε εκ νέου υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος;
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αντί να απαντήσει στα ερωτήματα προσπαθεί να κτίσει μια νέα πολιτική αφήγηση με το παραπλανητικό δίλλημα «καθαρή έξοδος» ή «προληπτική πιστωτική γραμμή».
Είναι παραπλανητικό το δίλημμα γιατί στηρίζεται στη εσφαλμένη κυβερνητική θέση ότι η «καθαρή» έξοδος από τα μνημόνια συνεπάγεται την οριστική και ασφαλή υπέρβαση της κρίσης.
Η απάντηση που δίνει το Κίνημα Αλλαγής στα ερωτήματα αυτά είναι ότι παρά τις μεγάλες αλλαγές που δρομολογήθηκαν από το 2010, έχουμε δρόμο ακόμη μπροστά μας.
Ας δούμε λοιπόν τι σημαίνει η «καθαρή» έξοδος στις αγορές για την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας.
Μετά τον Αύγουστο τα επιτόκια με τα οποία θα δανειζόμαστε από τις αγορές θα είναι πολύ υψηλότερα από αυτά των θεσμικών δανειστών άρα θα αυξηθεί το κόστος δανεισμού και θα μειωθεί ο δημοσιονομικός χώρος για να στηρίξει την ανάπτυξη.
Αρνητικές για την ανάπτυξη θα είναι και οι συνέπειες από την περικοπή των συντάξεων και τη μείωση του αφορολογήτου που έχει συμφωνήσει η κυβέρνηση για το 2019 και 2020 αντίστοιχα.
Όλα αυτά σε μια περίοδο που η διεθνής συγκυρία μπορεί να μην παραμείνει ευνοϊκή, καθώς η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων αναμένεται ότι θα αναστραφεί.
Έτσι, η αναπτυξιακή πορεία της χώρας θα κριθεί κυρίως στο μέτωπο των ιδιωτικών επενδύσεων.
Αυτές θα πρέπει να αυξηθούν ώστε να υπερβαίνουν τις αποσβέσεις και να καλυφθούν οι απώλειες στον παραγωγικό ιστό που προκαλεί η αποεπένδυση από το 2009.
Στο ερώτημα σε ποιους τομείς πρέπει να γίνουν οι επενδύσεις, η απάντηση είναι: στο καινοτόμο και εξωστρεφές τμήμα της οικονομίας.
Έτσι, θα συνεισφέρουν στην αναδιάρθρωση της οικονομίας και θα στηρίξουν την αναπτυξιακή πορεία μέσω της ενίσχυσης των καθαρών εξαγωγών.
Οι νέες επενδύσεις θα επιτρέψουν τη δημιουργία νέων και ποιοτικών θέσεων εργασίας και τη ενίσχυση των μισθών.
Η κυβέρνηση το ζήτημα των ιδιωτικών επενδύσεων το έχει αντιμετωπίσει μέχρι σήμερα με ιδεοληπτικό τρόπο.
Γι’ αυτό πολλές από αυτές δεν έχουν ξεκινήσει ή δεν προχωρούν με τον αναγκαίο ρυθμό.
Αντίθετα, ανησυχητικές διαστάσεις παίρνει το φαινόμενο μεγάλων επιχειρήσεων που αποχωρούν από τη χώρα.
Κρίσιμος παράγοντας για την προσέλκυση επενδύσεων είναι μεταξύ άλλων η στάση που θα τηρήσει η κυβέρνηση έναντι του προγράμματος διαρθρωτικών αλλαγών που είναι αναγκαίες για τη χώρα.
Επιγραμματικά θα αναφερθώ σε ορισμένες από αυτές που θεωρώ ότι είναι κρίσιμες.
Ξεκινώ με αυτές που διασφαλίζουν τη διαφάνεια στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής.
Θα διατηρηθεί η νομοθετική πρόβλεψη για την κατάρτιση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, η διαύγεια, η ανεξαρτησία της ΑΑΔΕ;
Θα τοποθετούνται οι Γενικοί Γραμματείς με αξιοκρατικό και διαφανή τρόπο ή θα επιλέγονται με κριτήριο την πολιτική τους στράτευση;
Τι θα γίνει με άλλες αλλαγές που είναι εξίσου αναγκαίες;
Θα απλοποιηθεί η διαδικασία έναρξης επιχειρηματικής δραστηριότητας;
Θα αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης;
Θα προχωρήσουν οι διαδικασίες για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης και η αξιολόγηση των εργαζομένων στο δημόσιο;
Αν η κυβέρνηση επιλέξει να αναστείλει ή να ακυρώσει κάποιες από τις αναγκαίες αλλαγές, αυτό θα επηρεάσει αρνητικά την αξιοπιστία της χώρας.
Οι αγορές όπως βλέπουμε και από την Ιταλία και την Τουρκία θα επιβάλουν στη χώρα τη δική τους πειθαρχία σε κάθε δημοσιονομική παρασπονδία ή στην προσπάθεια ακύρωσης των διαρθρωτικών αλλαγών.
Η ακύρωση αλλαγών που έχουν γίνει ίσως δώσει στους Ευρωπαίους αφορμή να αναστείλουν τα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους.
Διότι είναι πλέον φανερό ότι σε αντίθεση με πολλούς, μεταξύ των οποίων και το ΔΝΤ και η ΕΚΤ, που προτείνουν να ανακοινωθούν προκαταβολικά τον Αύγουστο του 2018 τα μέτρα για το χρέος ώστε να κερδίσουμε αξιοπιστία έναντι αγορών και δυνητικών επενδυτών η Γερμανία θέλει να συνδέσει την ελάφρυνση του χρέους με όρους και προϋποθέσεις.
Αν τελικά συμβεί αυτό θα επηρεάσει αρνητικά τις αγορές και τους επενδυτές.
Τέλος, καθοριστικό παραμένει το ερώτημα με ποια λεφτά θα γίνουν αυτές οι επενδύσεις.
Οι επιλογές της κυβέρνησης την τελευταία τριετία συνέβαλαν στην περαιτέρω αύξηση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, στην καθήλωση παραγωγικών δυνάμεων της οικονομίας που εγκλωβίστηκαν εξαιτίας του δανεισμού τους για επενδύσεις πριν το ξέσπασμα της κρίσης.
Όσο, λοιπόν, η κυβέρνηση δεν αναλαμβάνει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες ώστε να μειωθούν τα κόκκινα δάνεια, η ελληνική οικονομία θα χάνει τις όποιες αναπτυξιακές ευκαιρίες υπάρχουν.
Επιχειρήσεις που θα έπρεπε να κλείσουν εδώ και καιρό παραμένουν σε λειτουργία σε βάρος επιχειρήσεων που είναι υγιείς και ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους.
Η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει:
- Την ανακοίνωση και υλοποίηση των μέτρων ελάφρυνσης χρέους το καλοκαίρι του 2018 ώστε να μειωθεί ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα από 3,5% στο 2% περίπου του ΑΕΠ.
Όσο η αξιοπιστία της χώρας είναι υπό αμφισβήτηση η επίτευξη αυτού του στόχου είναι δύσκολη. Για αυτό απαιτούνται πολιτικές συναινέσεις ώστε να δεχτούν οι δανειστές να ξεκινήσει η συζήτηση αυτή.
- Ένα Εθνικό Πρόγραμμα Διαρθρωτικών Αλλαγών που θα επιταχύνει την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου και θα οδηγήσει στην εδραίωση ανοικτών οικονομικών και πολιτικών θεσμών προϋπόθεση για βιώσιμη ανάπτυξη.
Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς η κρίση είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της συγκέντρωσης σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας σε βάρος του ανταγωνισμού και τελικά των καταναλωτών.
- Ένα Εθνικό Πρόγραμμα Επενδύσεων της τάξης των 100 δις, που θα προσελκύσει ιδιωτικά κυρίως κεφάλαια, για την επόμενη τετραετία για να αναπληρωθεί ο καταστραμμένος παραγωγικός ιστός.
- Ένα σχέδιο με στοχευμένες κοινωνικές παρεμβάσεις για την ανακούφιση όσων πραγματικά έχουν πληγεί από την κρίση.
- Την διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής για το ιδιωτικό χρέος. Με ένα νέο οδικό χάρτη για την άμεση αντιμετώπισης του προβλήματος των κόκκινων δανείων. Έτσι και οι επιχειρήσεις θα προχωρήσουν στην αναδιάρθρωση τους και σε πολλούς ελεύθερους επαγγελματίες θα δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία με το ξεκαθάρισμα των υποχρεώσεων τους.
- Ένα σχέδιο για τη μείωση των φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών ώστε να ανακοπεί η αυξητική πορεία των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία που έχουν φτάσει τα 102 δις και προς τα ασφαλιστικά ταμεία που έχουν φτάσει τα 32 δις.
- Ένα σχέδιο για την αξιοποίηση της περιουσίας του Δημοσίου.
- Την άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών προς την ελληνική οικονομία.
Για να ενεργοποιηθούν οι αδρανοποιημένες αλλά υγιείς παραγωγικές δυνάμεις της χώρας αυτές δηλαδή που δεν στηρίζονται στα κρατικά έργα και τις κρατικές προμήθειες της χώρας αλλά που έχουν επιδείξει διάθεση για καινοτομία και εξωστρέφεια απαιτείται μετά τις εκλογές να υπάρξει εθνική συνεννόηση.
Έτσι μόνο θα εξασφαλίσουμε μεσοπρόθεσμη τάση ανάπτυξης που να υπερβαίνει το 2%, προϋπόθεση για οριστική και ασφαλή έξοδο από την κρίση.
Αν οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας καταφέρουν να συμφωνήσουν σε αυτά τότε, παρά τα λάθη πριν και μετά την εκδήλωση της κρίσης, θα καταφέρουν να ανακτήσουν ένα μεγάλο μέρος από τη χαμένη αξιοπιστία τους στη συνείδηση των πολιτών. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι θα καταφέρουν να βγει η Χώρα από την κρίση οριστικά και με ασφάλεια και να επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων που εντάθηκαν την περίοδο της κρίσης.