Άρθρα-Απόψεις
Πώς το Facebook και το Twitter απειλούν τη Δημοκρατία
Το Facebook και το Twitter έχουν επιδοθεί τις τελευταίες ημέρες σε μια πρωτοφανή εκστρατεία λογοκρισίας προκειμένου να εμποδίσουν την αναμετάδοση ειδήσεων που δεν ευνοούν την προεκλογική εκστρατεία του Τζο Μπάιντεν.
Οι δύο πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης λειτουργούν πλέον σαν μονοπώλιο πληροφόρησης επιλέγοντας ποιες ειδήσεις θα φτάνουν στους ψηφοφόρους και ποιες όχι. Και σήμερα μπορεί στόχος τους να είναι ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, αλλά αύριο μπορεί να είναι οποιαδήποτε δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση.
Η όλη ιστορία έχει σοκάρει όχι μόνο τους οπαδούς του Τραμπ, αλλά και όλους όσους ανησυχούν για την ελευθερία του Τύπου, δεδομένου ότι τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ενημέρωση και πληροφόρηση των πολιτών.
Τα πράγματα έχουν ως εξής: Την περασμένη Τρίτη η αμερικανική εφημερίδα New York Post αποκάλυψε σειρά από emails, μέσα από τα οποία γινόταν εμφανές ότι ο γιος του πρώην αντιπροέδρου, Χάντερ Μπάιντεν, χρησιμοποιούσε τη σχέση του με τον πατέρα του προκειμένου να αποκομίζει τεράστια κέρδη από εταιρείες στην Ουκρανία.
Την ίδια ημέρα ο Αντι Στόουν, εκπρόσωπος του Facebook έγραψε στο Twitter ότι το κοινωνικό δίκτυο θα περιορίσει την διάδοση της είδησης έως ότου ανεξάρτητοι ερευνητές πιστοποιήσουν ότι το ρεπορτάζ της New York Post ευσταθεί.
Να σημειωθεί ότι την ουσία του ρεπορτάζ δεν την είχαν αμφισβητήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή ούτε ο Μπάιντεν, ούτε το επιτελείο της προεκλογικής του εκστρατείας.
Λίγο αργότερα στον χορό του περιορισμού της διάδοσης της είδησης μπήκε και το Twitter εκπρόσωποι του οποίου ανακοίνωσαν ότι θα μπλοκάρουν όλους τους χρήστες που επιχειρούν να ανεβάσουν την είδηση στην πλατφόρμα. Ως δικαιολογία προέβαλαν το γεγονός ότι το ρεπορτάζ της εφημερίδας στηριζόταν σε υλικό που είχε προέλθει από χακάρισμα.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι το Twitter δεν έδειξε την ίδια ευαισθησία για τη διαρροή των λεπτομερειών για τους φόρους του Τραμπ, που είχε αποκαλύψει πριν λίγο καιρό η εφημερίδα New York Times.
Θύελλα αντιδράσεων
Και ακόμα περισσότερο το Twitter αγνόησε το γεγονός ότι το ρεπορτάζ της NY Post δεν βασιζόταν σε χακαρισμένο υλικό.
Όπως ήταν αναμενόμενο οι ενέργειες των δύο δικτύων ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων εκ μέρους του Τραμπ και των υποστηρικτών του, που καταδίκασαν με τον πιο σκληρό τρόπο την απόπειρα λογοκρισίας και την υποκριτική στάση των δύο μέσων που έδειξαν πλέον ξεκάθαρα ότι λειτουργούν με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Και όχι μόνο αυτό, αλλά επεμβαίνουν απροκάλυπτα στην εκλογική εκστρατεία επιλέγοντας να εξαφανίσουν ειδήσεις που δεν ευνοούν το στρατόπεδο του Μπάιντεν.
Οι αντιδράσεις δεν περιορίστηκαν στο στρατόπεδο του Τραμπ. Όπως έγραψε στο Twitter ο Γκλεν Γκρίνγουολντ, ένας δημοσιογράφος που μόνο υποστηρικτής του Τραμπ δεν είναι: «η απόφαση των δύο κολοσσών του διαδικτύου να αποσιωπήσουν και να εξαφανίσουν την συγκεκριμένη είδηση είναι πραγματικά ιστορική, καθώς αποδεικνύει ότι όχι μόνο έχουν τη δύναμη να λογοκρίνουν, αλλά και είναι αποφασισμένοι να την εξασκούν χωρίς δισταγμό».
Τα πράγματα ξεπέρασαν κάθε όριο όταν το Twitter μπλοκάρισε τον επίσημο λογαριασμό της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, αλλά και τον λογαριασμό της εκπροσώπου Τύπου του Λευκού Οίκου όταν προσπάθησαν να μοιραστούν την είδηση στην πλατφόρμα.
Είναι πλέον εμφανές ότι οι κολοσσοί του διαδικτύου έχουν συγκεντρώσει τεράστια δύναμη και μπορούν να ελέγχουν ποιες ειδήσεις θα διαδίδονται και ποιες θα εξαφανίζονται, χωρίς κανένας να μπορεί να τους ασκήσει τον παραμικρό έλεγχο.
Αφού πρώτα κατέστρεψαν τον παραδοσιακό Τύπο απορροφώντας την συντριπτική πλειονότητα των εσόδων από διαφημίσεις, τώρα έχουν αναλάβει τον ρόλο του εκτιμητή των ειδήσεων αποφασίζοντας ποιες από αυτές θα προβληθούν και ποιες θα τις τρώει το μαύρο σκοτάδι.
Είναι περιττό να τονίσουμε το πόσο επικίνδυνη για τη δημοκρατία είναι αυτή η κατάσταση, δεδομένου ότι αν αυτές οι πλατφόρμες έχουν τη δύναμη να εξαφανίζουν αποκαλυπτικά ρεπορτάζ μιας μεγάλης αμερικανικής εφημερίδας, φαντάζεται κανείς τι είναι ικανές να κάνουν απέναντι σε λιγότερο ισχυρούς αντιπάλους.
Όπως όλα δείχνουν η δημοκρατία αντιμετωπίζει τεράστιο κίνδυνο και δυστυχώς οι μεγαλύτεροι εχθροί της δεν προέρχονται από αντιδημοκρατικά καθεστώτα αλλά από τη Silicon Valley.