Άρθρα-Απόψεις
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος: Ο έρωτας βάζει δύσκολα στην Εκκλησία;
Ο έρωτας βάζει δύσκολα στην Εκκλησία;
Η κοινωνία μας αρκετά έχει υποφέρει από τα δυτικόφερτα πρότυπα και σχήματα. Ένα από αυτά είναι η εορτή του ‘’αγίου Βαλεντίνου’’, εορτή χωρίς ουσία και νόημα. Από την άλλη η εορτή των αγίων Ακύλα και Πρίσκιλλας που η Εκκλησία τιμά την μνήμη τους στις 13 Φεβρουαρίου, έρχεται ως αντιπρόταση στην ως άνω εορτή της δυτικής αντίληψης και νοοτροπίας. Αλλά περισσότερο, όχι ως αντιπρόταση, αλλά ως εορτή μηνυμάτων και ζωής.
Ο έρωτας, έχω τελικά την αίσθηση πως άδικα ταλαιπωρεί την εκκλησία και βάζει δύσκολα κάποιες φορές. Υπό την οπτική και των λόγο των Πατέρων τίποτε δεν είναι δύσκολο και τίποτε δεν φωτίζεται. Ναι, οι Πατέρες μίλησαν και γι’ αυτό το θέμα κι ας φαίνεται να αιωρείται, βασανιστικά τολμώ να πω πολλές φορές, ως απαγορευμένος καρπός. Έτσι, επιβεβαιώνεται ο μεγάλος φιλόσοφος Νίτσε, σημειώνοντας πως ο χριστιανισμός έδωσε στον έρωτα να πιει δηλητήριο και ο έρωτας, αν και δεν πέθανε από αυτό, όμως εκφυλίστηκε σε ελάττωμα [1].
Είναι αλήθεια πως το ζήτημα του έρωτα έχει ταλαιπωρήσει και φοβίσει πολλούς ανθρώπους. Ο φόβος είναι αναμενόμενος, αν σκεφτεί κανείς πως ήδη από τον 5ο αι. ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης, απευθυνόμενος στους χριστιανούς της εποχής του, τους έλεγε τό τοῦ ἔρωτος ὄνομα μή φοβηθῶμεν, μηδέ τις ἡμᾶς θορυβείτω [2]. Η αλήθεια δεν βρίσκεται στις λέξεις, αλλά στα πράγματα [3]. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τον 14ο αι. προχωράει σε μία αποδαιμονοποίηση της λέξεως έρωτας, όταν για πρώτη φορά τολμά να χαρακτηρίσει το Άγιο Πνεύμα ως ‘’έρωτα απόρρητο’’ μεταξύ Πατρός και Υιού [4].
Τί σημαίνει όμως η λέξη έρωτας; Υπάρχουν πολλά είδη έρωτα; Άλλος ο έρωτας μεταξύ των ανθρώπων και άλλο ο έρωτας του ανθρώπου και ιδίως του μοναχού προς τον Θεό; Καταλυτικής σημασίας για τα παραπάνω είναι ο ορισμός που δίνει ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής: Τόν ἔρωτα εἴτε θεῖον εἴτε ἀγγελικόν, εἴτε νοερόν εἴτε ψυχικόν, εἴτε φυσικόν εἴποιμεν, ἑνωτικήν τινα καί συγκρατικήν ἐννοήσωμεν δύναμιν [5]. Είτε είναι φυσικός, είτε θείος, είτε νοερός κ.ο.κ. ο έρωτας είναι μία δύναμη που συγκρατεί, που συνέχει κατά Μάξιμο Ομολογητή. Ο έρωτας δεν είναι υποδεέστερος της αγάπης [6]. Εξάλλου, ο έρωτας οδήγησε τον Θεό στην δημιουργία μας, αφού ὁ γάρ ἀγαθοεργός ἔρως ἐκίνησε τό θεῖον εἰς πρόνοιαν, εἰς σύστασιν ἡμῶν [7]. Επομένως, εφόσον οι Πατέρες δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν την λέξη έρωτας, εμείς γιατί διστάζουμε;
Εκείνο που αποτέλεσε μέγιστη αμαρτία είναι η ταύτιση του έρωτα με την σεξουαλικότητα [8]. Και είναι αυτό το σφάλμα που διαπράττεται ακόμη μέσα στην εκκλησία από ορισμένες φωνές. Γράφει για το ζήτημα ο π. Φιλόθεος Φάρος τα εξής χαρακτηριστικά: Η σεξουαλικοποίηση του σώματος διέστρεψε αυτή την υπέροχη ανθρώπινη ανάγκη και έκφραση που είναι αναπόσπαστο στοιχείο της πραγματικής αγάπης και την έκανε αισθησιασμό, λαγνεία και τελικά ανηθικότητα και κτηνωδία, που όχι μόνο ματαιώνουν την ικανοποίηση της κρίσιμης αυτής ανάγκης του ανθρώπου αλλά και τον κατακλύζουν με ενοχές, με νευρώσεις, με ψυχικές και σωματικές αρρώστιες για να τον οδηγήσουν τελικά σε έναν άδοξο θάνατο μέσα στην ντροπή, την απόρριψη, την αυτοπεριφρόνηση και τη μοναξιά [9].
Αν ο έρωτας βάζει δύσκολα στους ανθρώπους (όπως είδαμε στην Εκκλησία δεν βάζει καθόλου δύσκολα), τότε η σεξουαλικότητα αποτελεί έναν ακόμη απαγορευμένο καρπό. Οι Πατέρες όμως και πάλι συμβάλλουν καταλυτικά προς το ξεδιάλυμα των πραγμάτων. Αρχικά, στην εποχή του προφήτη Μαλαχία, υπήρχε η θέση πως σκοπός του γάμου είναι η τεκνογονία. Ο προφήτης όμως εναντιώθηκε στη θέση των Ιουδαίων εκείνης της εποχής και κάνει λόγο για σύνδεσμο μεταξύ άνδρα και γυναίκας μιλώντας για ενότητα των δύο [10]. Ο ιερός Χρυσόστομος πολύ ωραία θα πει πως ο γάμος δόθηκε και για την τεκνογονία αλλά περισσότερο για να σβήσει η σαρκική επιθυμία [11]. Δεν αρνείται την σεξουαλικότητα ο ιερός Χρυσόστομος, όπως και ο άγιος Βασίλειος Αγκύρας. Ο τελευταίος σημειώνει: Οὕτω τῷ ἀσθενεστέρῳ ζώῳ τοῦ Δημιουργοῦ βοηθῆσαι θελήσαντος, ἵνα τῇ ἐνούσῃ αὐτῷ ἡδονή μαγγανεῦον τό ἄρρεν, οὐ διά τήν παιδοποιίαν μόνον, ἀλλά καί δι’ αὐτόν τόν τῆς μίξεως οἴστρον, ὑπερμαχοῦν αὐτῷ ἔχῃ το ἄρρεν [12].
Το ευσεβιστικό στοιχείο της εκκλησίας θα συνεχίζει πάντοτε να δημιουργεί τύψεις κι ενοχές στους ανθρώπους και θα προσπαθεί μέσα από τον έρωτα να ελέγχει την ζωή τους. Ο έρωτας έχει ενοχοποιηθεί. Έχει ενοχοποιηθεί από εκείνους που αδυνατούν να ζήσουν την ζωή τους και κοιτάζουνε από την κλειδαρότρυπα τις ζωές των άλλων. Από την στιγμή που οι Πατέρες της εκκλησίας έβαλαν τα πράγματα στην θέση τους, εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να χαιρόμαστε τον έρωτα και την σεξουαλικότητα ως όμορφα βιώματα μέσα στην ζωή της εκκλησίας. Η εκκλησία δεν στοχοποιεί ούτε τον έρωτα, ούτε την σεξουαλικότητα, ούτε την ηδονή, αλλά τα αναδεικνύει. Ακόμη κι όταν ο Μ. Βασίλειος στα Ασκητικά θα αναφερθεί στην ηδονή θα σημειώσει πως η ηδονή δεν είναι κακή, αλλά πως διά της ηδονής το κακό χτυπά τον άνθρωπο [13].
Ο έρωτας δεν έχει σεξουαλικότητα. Η σεξουαλικότητα όμως μπορεί να έχει ερωτικότητα. Η ερωτική οδός, θα μας πει ο Χρήστος Γιανναράς, είναι μια βοήθεια για την επίτευξη της κοινωνίας των προσώπων, συνδεδεμένη με τη φυσική επιθυμία μιας καθολικής σχέσης ψυχής και σώματος [14]. Ο έρωτας δεν είναι απωθημένο και σε καμία περίπτωση δεν λειτουργεί ως κατάκτηση. Ο έρωτας που εμφωλεύει στην ανθρώπινη φύση και συμπλέκει τα σώματα [15] συναντάται ως γνώση. Ως έλλειψη γνωρίζεται και ως το αντίθετο άκρο του θανάτου φιλοσοφείται∙ η αμφισημία της ζωής. Σημαίνει και σημαίνεται. Έχοντας πάντοτε την δική του πηγή που είναι το πρόσωπο του Χριστού (ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται) [16].
Το ανέραστο πάντοτε αποτελούσε και θα εξακολουθεί να αποτελεί τραύμα στο σώμα της ερωτικότητας και στην ερωτικότητα του σώματος. Δεν είναι δεύτερης κατηγορίας ο έρωτας, μήτε σοβαρό αμάρτημα. Κι επουδενί δεν χρειάζεται και δεν απαιτείται η καταπολέμηση του. Χρειάζεται να συνεχίζει να αποτελεί συνεκτική δύναμη, όπως μας είπε στην αρχή ο Μάξιμος Ομολογητής. Θα συνεχίζει να υπάρχει ως πρόκληση στον αντίποδα των ανέραστων φωνών που επιδιώκουν την ενοχοποίηση του. Εκείνοι που στιγμάτισαν τον έρωτα, κατάφεραν πρώτα να ερημώσουν τις δικές τους ζωές. Και η ερήμωση ως αποξένωση υπενθυμίζει πόσο σοβαρό είναι το αμάρτημα της άρνησης της ζωής.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (βαλκανιολόγος, θεολόγος)
Κληρικός Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων
Υποσημειώσεις:
[1] Φ. Νίτσε, Πέρα από το καλό και το κακό, μετάφραση – επιμέλεια Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 77.
[2] Διονύσιος Αρεοπαγίτης, Περί θείων ονομάτων, 4, 12, PG 3, 709Β.
[3] Ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης θα πει στο ίδιο έργο του πως ‘’είναι παράλογο και αγροίκο να μην προσέχουμε στη δύναμη του σκοπού αλλά στις λέξεις’’. Πρβλ. Γρηγορίου Παλαμά, Τῷ πάντα καλῷ καγαθῷ καί σοφῷ νομοφύλακι Συμεών, Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα, τόμος Β΄, επιμέλεια – εισαγωγή Παναγιώτης Χρήστου, κείμενο Νίκος Ματσούκας, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 395-396.
[4] Βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Κεφάλαια φυσικά, θεολογικά, ἠθικά τε καί πρακτικά 150, 36, PG 150, 1144 D – 1145 Α. Π. Κ. Χρήστου (=Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, ἐκδ. Π. Κ. Χρήστου, τόμ. 5, Θεσσαλονίκη 1992), σ. 54.
[5] Μάξιμος Ομολογητής, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε καί οἰκονομικά, PG 90, 1388B.
[6] Οι Πατέρες (Μάξιμος Ομολογητής, Διονύσιος Αρεοπαγίτης) ταυτίζουν τον έρωτα με την αγάπη. Βλ. σχετικά Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε καί οἰκονομικά, PG 90, 1384C: ‘’ Ὅθεν, ὡς μέν ἔρως ὑπάρχον καί ἀγάπη, κινεῖται· ὡς δέ ἐραστόν καί ἀγαπητόν, κινεῖ πρός ἑαυτό πάντα τά ἔρωτος καί ἀγάπης δεκτικά’’ και Μαξίμου Ομολογητού, Σχόλια εἰς τό περί θείων ὀνομάτων, PG 4, 268C-269A.
[7] Μάξιμος ο Ομολογητής, Σχόλια εἰς τό περί θείων ὀνομάτων, P.G. 4, 261AB.
[8] Η δυτική θεολογική σκέψη δαιμονοποίησε την σεξουαλικότητα. Ο ιερός Αυγουστίνος αναφέρεται στη σεξουαλική επιθυμία ως αμαρτία. Βλ. σχετικά Αυγουστίνου Ιππώνος, De Nuptiis et Concupiscentia 1, 1-15. Για τον έρωτα και την σεξουαλικότητα στην δυτική θεολογική σκέψη βλ. Έρωτας και σεξουαλικότητα, επιμέλεια Χρυσόστομος Σταμούλης, το άρθρο του Φωτίου Ιωαννίδη, Έρωτας και σεξουαλικότητα στη δυτική εκκλησιαστική παράδοση, εκδόσεις Αρμός, σ. 191.
[9] π. Φιλόθεος Φάρος, Ἔρωτος φύσις, σσ. 33-34.
[10] Μαλαχίας 2,15.
[11] Ιωάννης Χρυσόστομος, Περί παρθενίας, Migne 48, 547.
[12] Βασίλειος Αγκύρας, Περί τῆς ἐν παρθενίᾳ ἀληθοῦς ἀφθορίας, PG 30, 676A-C.
[13] Μ. Βασίλειος, Όροι κατά πλάτος, 17.
[14] Χρήστος Γιανναράς, Η κρίσης της προφητείας, εκδόσεις δόμος, σ. 89.
[15] Ιωάννης Χρυσόστομος, Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολήν, Ομιλία 20, PG 62, 135-136.
[16] Ιγνατίου Θεοφόρου, Επιστολή 4,7.