Κινηματογράφος
Σαβέριο Μοραμπίτο: «Ο Αδίστακτος»
«Εμείς από την Καλαβρία δεν είμαστε σαν τους Σικελούς. Συναντιόμαστε, μιλάμε και γενικά κάνουμε διάλογο, πριν σκοτώσουμε κάποιον» ήταν τα λόγια του Σαβέριο Μοραμπίτο σε έναν γνωστό του, την εποχή που ήταν παντοδύναμος. Τότε που τον ήξεραν όλοι ως το αφεντικό της Ντραγκέτα στο Μιλάνο, αυτόν που πλημμύριζε με τόνους ναρκωτικών τις συνοικίες της πόλης, κερδίζοντας δισεκατομμύρια λιρέτες.
Σήμερα, κανείς από τους παλιούς του «συναδέλφους» δεν ξέρει που ζει ο «αδίστακτος», όπως τον αποκαλούσαν Σαβέριο, που, όταν συνελήφθη, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, αντιλήφθηκε πολύ γρήγορα ότι τα «φιλαράκια» του στην Μαφία, δεν τον ήθελαν ζωντανό. Μέχρι τότε, είχε καταφέρει να στήσει ένα εγκληματικό δίκτυο μαζί με τους φίλους του, το οποίο περιελάμβανε από ληστείες και απαγωγές εκατομμυριούχων μέχρι δολοφονίες αντιπάλων και εμπόριο ναρκωτικών.
Η ιλιγγιώδης διαδρομή του ξεκίνησε από τα εφηβικά του χρόνια, στην πόλη που μεγάλωσε, το Μιλάνο, εκεί όπου κατέφυγε η οικογένειά του, όταν έφυγε από την Καλαβρία. Ο πατέρας του, ένας χαμηλόβαθμος μαφιόζος που είχε συλληφθεί και ως εκ τούτου είχε περιέλθει σε δυσμένεια, ήθελε να κάνει μια νέα αρχή, ως νόμιμος πολίτης πλέον. Μόνο που ο «κανακάρης» του δεν άργησε καθόλου να διεισδύσει στους κόλπους της Μαφίας, έπειτα από μία λάθος σύλληψη, που τον έστειλε σε φυλακή ανηλίκων.
Εκεί απέκτησε έναν κολλητό φίλο και μόλις βγήκε αποφάσισε να αρχίσει το δικό του «ματωμένο» ταξίδι στους κόλπους της Ντραγκέτα με ληστείες σε μεγάλα εμπορικά μαγαζιά. Όταν όμως ο νεαρός Μοραμπίτο προσέγγισε τα μεγάλα αφεντικά, αυτά του ζήτησαν να κάνει την πιο δύσκολη ληστεία, σε μια επιχείρηση κοσμημάτων, όπου παράθυρα και πόρτες ήταν σφραγισμένα και κανείς δεν έμπαινε χωρίς προκαθορισμένο ραντεβού. Ο βαθμός δυσκολίας μεγάλωσε κι άλλο, όταν ο Σαβέριο και οι δύο κολλητοί του πληροφορήθηκαν ότι δίπλα σχεδόν από την συγκεκριμένη επιχείρηση, ήταν το αστυνομικό τμήμα της περιοχής.
Η βουτιά στα βαθιά
Η συμμορία των τριών βρήκε την λύση για το «χτύπημα», αγοράζοντας στολές καραμπινιέρων, ώστε να εισέλθουν σίγουρα μέσα και να αρχίσουν την ληστεία. Μπήκε ο Μοραμπίτο και ο κολλητός του από την φυλακή, αφήνοντας τον άλλο να κρατάει τσίλιες και πρόλαβαν να ακινητοποιήσουν τους πάντες, αλλά και τον ιδιοκτήτη, που είχε δίπλα του ένα περίστροφο. Σήκωναν κυριολεκτικά τα πάντα, όταν το κουδούνι της εξώπορτας άρχισε να χτυπάει συνέχεια, αναγκάζοντάς τους να βιαστούν. Τι είχε συμβεί; Δύο αληθινοί καραμπινειέροι, που γύρναγαν στο τμήμα από περιπολία, παρατήρησαν τον fake συνάδελφό τους, που τους χαμογέλασε. Διαισθανόμενοι ότι κάτι άλλο συμβαίνει, κινήθηκαν προς το μέρος του, αυτός άρχισε να απομακρύνεται και τότε άνοιξε η πόρτα της επιχείρησης, από την οποία βγήκαν ο Μοραμπίτο και ο φίλος του.
Ακολούθησε ανταλλαγή πυροβολισμών και μία άγρια καταδίωξη μέσα στα στενά της περιοχής, την οποία είχαν «ακτινογραφήσει» οι τρεις ληστές, οι οποίοι κατάφεραν να διαφύγουν. Το συγκεκριμένο συμβάν ανέβασε πολύ τις μετοχές του Σαβέριο στους κύκλους της Μαφίας του Μιλάνου, χρίζοντας τον ένα ικανότατο μέλος με σημαντικές προοπτικές ανέλιξης. Τα λεφτά άρχισαν να μαζεύονται και ο νεαρός μαφιόζος απολάμβανε την ζωή στο μέγιστο βαθμό, όταν σε μια μάζωξη γνώρισε την μέλλουσα σύζυγό του. Την ερωτεύθηκε με την πρώτη ματιά και, όταν την ζήτησε σε γάμο, το έκανε, δίνοντάς της ένα μονόπετρο, το οποίο κοσμούσε -έτσι νόμιζε τουλάχιστον- ένα διαμάντι, από την ληστεία που εκτίναξε την δημοφιλία του. Αυτό ήταν το πρώτο του λάθος.
Ερωμένες, ηρωίνη και γρήγορα αυτοκίνητα
Ο κοσμηματοπώλης που του έφτιαξε το δαχτυλίδι, προτίμησε να κρατήσει το πραγματικό διαμάντι και να το αντικαταστήσει με ένα άλλο, μικρότερης αξίας. Όταν η αστυνομία έκανε επιδρομή στο μαγαζί του -ήταν γνωστό ότι συνεργάζεται με την Μαφία- βρήκαν το διαμάντι από την ληστεία και, αφού τον πίεσαν, τους έδωσε το όνομα του Σαβέριο. Οι αστυνομικοί τον συνέλαβαν την ώρα του μυστηρίου, που μετά βίας τελείωσε και τον οδήγησαν στην φυλακή, απ’ όπου βγήκε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.
Η σύλληψη φυσικά δεν έβαλε κανένα φρένο στις εγκληματικές του δραστηριότητες, όπως απαγωγές παιδιών βιομηχάνων, ληστείες και κλοπές αυτοκινήτων. Μέχρι και κατασκευαστικό όμιλο έστησε, ο οποίος, μέσω πολιτικών, έπαιρνε όλες τις μεγάλες δουλειές στην πόλη. Αν έχανε κάποια, αυτός που την έπαιρνε, θα έπρεπε να πληρώσει τον Σαβέριο, για να συνεχίσει, αλλιώς τον λόγο έπαιρναν οι εκρήξεις, που διέλυαν ό,τι είχε κτιστεί μέχρι εκείνη την στιγμή.
Στην ζωή του μπαίνει μια ερωμένη, που τον κάνει σχεδόν ό,τι θέλει. Αγοράζει ένα εντυπωσιακό οροφοδιαμέρισμα με θέα στον καθεδρικό ναό, στο οποίο εγκαθιστά την νεαρή καλλιτέχνιδα, στην οποία πλασάρεται ως επιχειρηματίας που ασχολείται με τις κατασκευές. Εν μέρει είναι αλήθεια, όπως είναι αλήθεια ότι από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 η συμμορία του Μοραμπίτο μπαίνει με επιτυχία στο εμπόριο ηρωίνης. Στήνει εγκαταστάσεις για την επεξεργασία της και δοκιμάζει το προϊόν σε εθελοντές-ναρκομανείς, που αξιολογούν την δόση μέχρι να βρεθεί η πιο προσοδοφόρα μίξη. Πλέον είναι πατέρας δύο παιδιών, οδηγεί μόνο Φεράρι ή Λαμποργκίνι και προσπαθεί να μοιράζει την ζωή του ανέμεσα σε σύζυγο και ερωμένη, η οποία καλεί διάφορο κόσμο από τους εικαστικούς κύκλους της πόλης στο περίφημο οροφοδιαμέρισμα.
Η σύλληψη και η προδοσία
Ένα βράδυ που ο Σαβέριο επιστρέφει εκεί, βλέπει κόσμο να παρατηρεί έναν καλλιτέχνη, ο οποίος κάθεται στο κέντρο του σαλονιού γυμνός σε μια καρέκλα. Δίπλα του υπάρχει ένας πάγκος με διάφορα αντικείμενα βασανισμού, με τα οποία οι καλεσμένοι μπορούν να τον χτυπήσουν, δημιουργώντας έναν ματωμένο καμβά στο κορμί του. Δεν προλαβαίνουν να το κάνουν. Ο μαφιόζος τον πλησιάζει και τον χτυπάει ασταμάτητα με μπουνιές στο πρόσωπο, έξαλλος από το θέαμα, ενώ οι καλεσμένοι αρχίζουν να χειροκροτούν, νομίζοντας ότι ήταν προσχεδιασμένο.
Η σχέση του με την καλλιτέχνιδα θα διαλυθεί, η γυναίκα του αρχίζει να πηγαίνει σε ψυχίατρο και αυτός βυθίζεται ακόμη περισσότερο στον κόσμο της βίας. Όταν ένα φορτίο ηρωίνης χάνεται και μια αντίπαλη φατρία του ζητάει να το πληρώσει, ο Σαβέριο τους «καθαρίζει» όλους μαζί με τους φίλους του, σε μια ενέδρα. Προλαβαίνει τον έναν που κατάφερε να ξεφύγει, ο οποίος γλιστράει σε ένα πλακόστρωτο και σηκώνει το όπλο του, αλλά δεν τον σκοτώνει. Αντίθετα, του λέει να φύγει και ρίχνει μια τουφεκιά στον αέρα. Αυτό ήταν το δεύτερο και μοιραίο, όπως αποδείχτηκε, λάθος του.
Ο τύπος που ξέφυγε, συλλαμβάνεται λίγους μήνες μετά και αρχίζει να… κελαηδάει, με αποτέλεσμα οι καραμπινιέροι να συλλάβουν τον Μοραμπίτο, ο οποίος προφυλακίζεται. Όταν η γυναίκα του τον επισκέπτεται και του λέει ότι οι φίλοι του κανόνισαν να μεταφερθεί στην φυλακή του Μπέργκαμο, ο αδίστακτος μαφιόζος ανατριχιάζει. Ξέρει ότι εκεί είναι φυλακισμένοι για ισόβια οι εκτελεστές άλλων οικογενειών που έπαιζαν μπάλα στο Μιλάνο και ότι, αν πάει, δεν θα ξαναβγεί ζωντανός. Έτσι, αποφασίζει να τους «δώσει» όλους και να γίνει προστατευόμενος μάρτυρας, γεγονός που πυροδότησε αλυσιδωτές αντιδράσεις τους ερχόμενους μήνες.
Εκαντοντάδες μαφιόζοι συνελήφθησαν, δεκάδες τόνοι ηρωίνης κατασχέθηκαν, ενώ η Ντραγκέτα και η Κόζα Νόστρα δέχτηκαν ένα πολύ ισχυρό πλήγμα. Ο Σαβέριο εξαφανίστηκε κάπου στην Γαλλία, όπου ζει με νέο όνομα, αφού στην Ιταλία πολύ δύσκολα θα έμενε κρυφή η ταυτότητα του σκληρού «νονού» που, για να σώσει την ζωή του, τους «έδωσε» όλους.
Η ιστορία του αποτυπώθηκε χρόνια μετά σε ένα συγκλονιστικό βιβλίο και πέρυσι στην ταινία με τον πιο κατάλληλο τίτλο, «Lo Spietato», δηλαδή «Ο Αδίστακτος». Ό,τι ακριβώς ήταν….
protothema.gr