Αγρίνιο
Σπύρος Νικολάου: «Στόχος είναι ο Πολιτισμός»
Έχουν περάσει ήδη 26 χρόνια από τότε που μια παρέα παιδιών ξεκίνησε από το Παναιτώλιο να «οικοδομεί» σιγά – σιγά τους δικούς της χώρους έκφρασης. Το καλλιτεχνικό όνομα αυτής της παρέας: «Λαϊκά μητρώα» και το μουσικό υλικό με το οποίο «δούλευε» το καλό λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι από την περίοδο του μεσοπολέμου ακόμα και μετέπειτα. Σ’ αυτό το σχήμα συμμετείχαν ο Σπύρος Νικολάου, ο Μιχάλης Φρίτζος, ο Μίμης Τσαπάρας, η Μαρία Κιουπάκη και ο Γιώργος Παπαζήσης. Σιγά-σιγά η παρέα άρχισε να μεγαλώνει, να γίνεται γνωστή στο Αγρίνιο και είναι εκείνοι που πιέζουν και τον Σπύρο και τον Μιχάλη για έναν μεγαλύτερο χώρο στο Αγρίνιο η διασκέδαση του οποίου εκείνη την εποχή καθοριζόταν από ένα άλλο ιστορικό μαγαζί (σίγουρα και η δική του ιστορία έχει σημαντικό κοινωνιολογικό και όχι μόνο ενδιαφέρον), το «Βραχώρι» και τις επιλογές του.
Στο Αγρίνιο βρίσκουν την πιο ιστορική ίσως ταβέρνα εκείνη την εποχή της πόλης, τα «Άγρια πουλιά», του Γιάννη Μπαλαγιάννη στην περιοχή «Δύο Ρέματα», την οποία μετατρέπουν σε χώρο λαϊκής μουσικής και για τα δυόμιση επόμενα χρόνια βρίσκονται στο κέντρο της αγρινιώτικης νυχτερινής διασκέδασης.
Μια φωτιά που ξεσπάει στο μαγαζί και οποία το προκαλεί ανεπανόρθωτες ζημιές, τους οδηγεί μέσα στον ιστό της πόλης σε ένα μεζεδοπωλείο στην περιοχή που βρίσκεται το γήπεδο του Παναιτωλικού, με την επωνυμία «Λιακωτό». Εκεί ο Σπύρος Νικολάου και ο Μιχάλης Φρίτζος σιγά – σιγά και χρόνο με το χρόνο με πολύ προσπάθεια και κόπο καταφέρνουν να στήσουν μια μουσική σκηνή την «Ανδρομέδα», από την οποία, τα τελευταία 15 χρόνια, έχουν περάσει σχεδόν όλοι οι δημιουργοί και οι ερμηνευτές του ελληνικού τραγουδιού του μουσικού ρεύματος εκείνου που σήμερα χαρακτηρίζουμε ως σύγχρονο έντεχνο ελληνικό τραγούδι. Ανάμεσα τους ονόματα πρώτης γραμμής όπως ο Μάλαμας, ο Πασχαλίδης, η Κανά, ο Περίδης, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και πολλοί άλλοι.
Δεν είναι όμως μόνο η ψυχαγωγία και η νύχτα. Είναι και η ανάγκη της έκφρασης που λειτουργεί όλα αυτά τα χρόνια μέσα στον Σπύρο Νικολάου. Αυτό οδηγεί πριν από δύο χρόνια στη δημιουργία ενός cd με δικές του συνθέσεις και με συμμετοχή σε δύο τραγούδια του Δημήτρη Ζερβουδάκη για το οποίο ο Διονύσης Χριστόπουλος έγραψε στο musicity.gr: «Είναι τόσο ωραίο οι άνθρωποι να ακολουθούν τα όνειρά τους. Να ακολουθούν τις πορείες που οραματίστηκαν. Να μην πλακώνονται από τα εμπόδια, αλλά να τα μετατρέπουν σε λίπασμα για τα άνθη της ψυχής τους. Κάπως έτσι αντιλήφθηκα το cd που έφτασε στα χέρια μου με τον τίτλο Πώς βρεθήκαμε εδώ, όπου ο Σπύρος Νικολάου και η παρέα του από την Ανδρομέδα, έναν χώρο για το τραγούδι στο Αγρίνιο, δημιούργησαν μια δισκογραφική δουλειά, έτσι όπως υποθέτω ότι την ονειρεύονταν. […] Μου άρεσαν ιδιαίτερα οι ενορχηστρώσεις του Κωστή Πατσιαλού που έχουν παραχθεί εξαιρετικά και φτάνουν στα αυτιά μας ολοκληρωμένοι και απόλυτοι. […] Προσωπικά ξεχώρισα το Πώς βρεθήκαμε εδώ, το Δίκιο, το Αυτονόητο και το Φυσάει φυγή. Τραγούδια προσωπικά που καταφέρνουν να γίνονται, αυτό που χοντρικά θα λέγαμε… της παρέας». (Δείτε περισσότερα ΕΔΩ)
Ο Σπύρος Νικολάου στη συνέντευξη της Δευτέρας: Στόχος είναι ο πολιτισμός
«Agrinio 365» Media Group | AgrinioTimes.gr – Antenna-Star.gr
Όλα αυτά τα χρόνια ο Σπύρος, μέσα κυρίως από την ευθύνη της λειτουργίας της μουσικής σκηνής «Ανδρομέδα», ήρθε όπως γράψαμε και παραπάνω σε επαφή με αξιόλογους τραγουδοποιούς και μουσικούς της σύγχρονης ελληνικής σκηνής και σίγουρα η γνώμη του για την πορεία του ελληνικού τραγουδιού έχει πολύ περισσότερες προσλαμβάνουσες από τον καθένα μας για να προσεγγίσει λίγο περισσότερο, λίγο καλύτερα την αλήθεια.
«Δεν είναι καθόλου αισιόδοξα τα πράγματα. Μπορεί να φταίει και σίγουρα φταίει, αυτή η σκοτεινή εποχή που ζούμε, μέσα στην οποία όλοι νοιώθουμε ξένοι και μάλιστα χωρίς να μπορεί κανείς να κάνει και πολλά. Σήμερα ως κοινωνία που παράγει πολιτισμό βιώνουμε μια παρατεταμένη ήττα. Ο πολιτισμός είναι αυτός που πρώτος δέχθηκε τις επιθέσεις των καιρών μας, αφού είναι το πεδίο εκείνο που μπορεί να διαμορφώσει τις συνειδήσεις των ανθρώπων και να τις καθοδηγήσει. Δεν αναφέρομαι μόνο στη μουσική βιομηχανία και βιοτεχνία της χώρας μόνο, αλλά σε κάθε μορφή τέχνης. Τώρα δε τελευταία με την υγειονομική κρίση που προκαλεί ο Covid-19, θεωρώ ότι σιγά-σιγά οικοδομείται μια σύγχρονη βαρβαρότητα. Ακόμα βέβαια το «έργο» είναι ημιτελές, αλλά δυστυχώς οι αντιστάσεις μας δεν είναι αυτές που θα έπρεπε να είναι.
Βέβαια για να μην είμαστε εντελώς απαισιόδοξοι υπάρχουν ακόμα κάποιοι πυρήνες οι οποίοι βέβαια δεν έχουν αποκτήσει ακόμα συγκεκριμένη ταυτότητα -είτε πολιτική είτε πολιτιστική- είναι η λειτουργία τους οι οποίοι βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε διαδικασία κυοφορίας μια πιο ουσιαστικής και πιο σταθερής παρέμβασης. Μοιάζουν φυσικά να είναι αποτέλεσμα της προηγούμενης αποσάθρωσης των αξιών και της κοινωνικής απομόνωσης που καλλιεργούν και αναπτύσσουν οι καθημερινές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί.
Σήμερα όσο και να προσπαθούμε να κρατηθούμε από τις μέσα μας σταθερές νοιώθουμε όλο και πιο πολύ ξένοι. Εκείνο που χαρακτηρίζει σήμερα τον κοινωνικό ιστό και που μας συγκρατεί ως κοινωνικό σύνολο είναι η ίδια αίσθηση που έχουμε όλοι μας ότι είμαστε «ξένοι» στον τόπο μας. Είναι σαν όλοι να ζούμε μόνοι μας, με τις μνήμες μας κυρίως και διαδικασίες διεκπεραίωσης της καθημερινότητας μόνο.
Η δημιουργία και η κυκλοφορία της προηγούμενης μουσικής παραγωγής σου με τίτλο «Πως βρεθήκαμε εδώ» δουλειάς σου έχει τελειώσει μέσα σου την αναζήτηση του δικού σου ήχου ή αυτή η διαδικασία είναι μια υπόθεση η οποία συνεχίζει να σε απασχολεί;
Ποτέ δεν πρόκειται να τελειώσει αυτή η αναζήτηση. Ήδη αυτό τον καιρό δουλεύω αρκετά πράγματα. Η πρώτη καταγραφή της προσωπικής μουσικής και στιχουργικής μου έκφρασης ήταν το απόσταγμα μιας αρκετά δραστήριας και με πολλά ρίσκα διαδρομής, η οποία εκτείνεται σε βάθος 20 χρόνων περίπου, καθώς και οι ανησυχίες που «ταΐστηκαν» και «ταΐσαν» τους προβληματισμούς μου και τις εκφραστικές μου δυνατότητες.
Αυτό είναι μια κατάσταση η οποία δεν μπορεί να κλείσει με διακόπτει. Ούτε το μπορώ, ούτε και το θέλω. Ζω μέσα στην αγωνία των καθημερινών πραγμάτων και αυτό με κάνει καθημερινά να ανακαλύπτω και να συνδιαλέγομαι με άγνωστα κομμάτια του εαυτού μου, που ανεπαίσθητα γίνονται εκείνο το «πρωτογενές» εκείνο «υλικό» που αναζητάει ο δημιουργός για να επεξεργαστεί και να δουλέψει έτσι ώστε να προχωρήσει παρακάτω το ιδιαίτερο προσωπικό του ύφος, αυτό το καινούργιο πράγμα που γεννιέται μέσα μου και ψάχνει τον τρόπο να πραγματοποιήσει τα δικά του σάλτα προς τα έξω.
Αυτή την περίοδο συναντιόμαστε με τα παιδιά που αποτελούν το σχήμα και δουλεύουμε ήχους και λόγια έτσι ώστε να προσδιοριστεί ξανά το καινούργιο στίγμα της πορείας. Αυτό το στίγμα για μένα, αυτή την περίοδο είναι η αναζήτηση και η αποκωδικοποίηση της έννοιας του «ξένου». Όχι ενός «κάποιου» ξένου, αλλά του πρόσφυγα μέσα στην ίδια του την πατρίδα.
Τι θα γίνει φέτος με τη μουσική σκηνή Ανδρομέδα;
Δεν έχω αποφασίσει ακόμα, για το αν θα λειτουργήσει ή όχι. Αλλά είναι μια απόφαση που δεν εξαρτάται απόλυτα από μένα. Πριν από μένα πρέπει να αποφασίσουν τα υγειονομικά πρωτόκολλα. Γιατί τώρα να ξεκινάς το τραγούδι στις 8:00 ή τις 9:00 και στις 12:30 να έχεις ήδη κλείσει. Η άλλη άποψη είναι να ανοίγουμε το πρωί, κάτι σαν γαλατάδικό ή πατσατζίδικο, αλλά όπως καταλαβαίνεις κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί.
Εν πάση περιπτώσει, θεωρώ όμως ότι όλα αυτά τα μέτρα με τα μαγαζιά της εστίασης ειδικά στην επαρχία αλλού στοχεύουν. Γιατί ο «συγχρωτισμός» δεν λειτουργεί με ωράριο. Δηλαδή συγχρωτισμός δεν μπορεί να υπάρξει από τις 9:00 έως τις 12:00; Τι να λέμε τώρα!
Αυτή όμως είναι μια ιστορία πολύ παλιά… Να θυμηθούμε τον Παπαθεμελή και κάμποσους άλλους παλιότερα που ήθελαν σώνει και καλά να βάζουν τα μαγαζιά την κλειδαριά νωρίς. Τα μαγαζιά της εστίασης στην Ελλάδα είναι στην ουσία κοινωνικά πεδία, όπου «ζυμώνονται» οι παρέες. Αυτό θεωρώ πως είναι ο στόχος. Εν κατακλείδι ο πολιτισμός: όλες αυτές οι μικρές σκηνές, που υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα που βρίσκουν χώρο για να λειτουργήσουν και να επιβιώσουν όλοι αυτοί οι νέοι καλλιτέχνες-δημιουργοί. Για μένα – θα το ξαναπώ- ο στόχος είναι ο Πολιτισμός.
Πως βλέπεις Σπύρο το Ελληνικό τραγούδι σήμερα;
Υπάρχουν αξιόλογα πράγματα που γίνονται. Υπάρχουν νέα παιδιά που βγαίνουν με αξιόλογες μουσικές και στιχουργικές προτάσεις, όμως αυτό που λείπει είναι η δύναμη του τραγουδιού. Λείπει εκείνο το τραγούδι που θα ενώσει τους ανθρώπους και τις συνειδήσεις. Αυτό το κάτι που διαστέλλει τις ψυχές, δυστυχώς, δεν υπάρχει στο τραγούδι σήμερα.
Πάντως η ελπίδα είναι στις παρέες. Εκεί γινόταν πάντα τα πράγματα, εκεί λειτουργούσαν, εκεί μεγάλωναν. Για να λειτουργήσουν όμως οι παρέες πρέπει ο βαθμός της κοινωνικοποίησης των μελών μιας κοινότητας να είναι υψηλός. Να πλησιάζουμε με πραγματικό ενδιαφέρον τον διπλανό μας, να μην χανόμαστε στο φόβο μας, να μπαίνουμε στον κόπο του άλλου, να τον ακούμε όχι για να τον καπελώσουμε, αλλά για να συνυπάρξουμε και να εκφραστούμε μαζί του είτε συμφωνώντας είτε διαφωνώντας μαζί του.
Μία συζήτηση με τον Σπύρο είναι σίγουρα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αφού ως άνθρωπος δεν είναι αποκλεισμένος ούτε στην τέχνη του, ούτε στη μουσική του. Είναι ένας ευαίσθητος ψυχισμός που χρόνια τώρα έχει μάθει να αφουγκράζεται και να αναλύει τα πολιτικά και κοινωνικά ζητούμενα της εποχής του, αλλά κυρίως να προβληματίζεται και να προβληματίζει με αυτά τους φίλους και τους γνωστούς του.
Θα κλείσουμε αυτή τη συζήτηση με δύο τραγούδια από το cd-βιβλίο του.
Το πρώτο τραγούδι είναι το ομότιτλο «Πως βρεθήκαμε εδώ» σε στίχους και μουσική δικούς του, και το δεύτερο με τίτλο: «Φυσάει φυγή» σε μουσική του Σπύρου Νικολάου και στίχους δικούς μου.
Καλή ακρόαση | Λευτέρης Τηλιγάδας