Κινηματογράφος
Το θαύμα της θάλασσας Σαργασσών: Η ταινία που γεννήθηκε από το τοπίο του Μεσολογγίου
Πρεμιέρα στις 21/11 για το νέο εγχείρημα του καταξιωμένου Σύλλα Τζουμέρκα – Ο ίδιος παρουσιάζει τα τοπία της ταινίας του
Λίγο προτού το «Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών» προβληθεί στις ελληνικές αίθουσες, ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης Σύλλας Τζουμέρκας μάς ξεναγεί στα αλλόκοσμα τοπία που περιβάλλουν το Μεσολόγγι, για ένα low budget εναλλακτικό road trip μιαν ανάσα από μία από τις ομορφότερες λιμνοθάλασσες της Ελλάδας.
Ένα γουέστερν μουσκεμένο στο αλατόνερο: αυτή είναι η ατμόσφαιρα που αισθάνεσαι ότι σε τυλίγει όταν αφήσεις πίσω σου το ιστορικό Μεσολόγγι, προσπεράσεις το κομβικό Αιτωλικό, βγεις από την παραποτάμια Κατοχή και στρέψεις το τιμόνι προς το δέλτα του Αχελώου. Τοπία απέραντα και ορίζοντες ατελείωτοι, χωματόδρομοι ολόισιοι που χάνονται στο πουθενά κι αισθάνεσαι πως, αν τους ακολουθήσεις, θα σε οδηγήσουν στο τέλος του κόσμου χωρίς να χρειαστεί να στρίψεις ούτε μία φορά. Και δεξιά και αριστερά, ζώα ελεύθερα σε αγέλες, άλογα, γουρούνια, σκυλιά και αγελάδες, παραφυλούν κοιτάζοντας το αμάξι με την ανταριασμένη απάθεια που φυλάνε οι Μεξικανοί για τους νεοφερμένους καουμπόηδες που εμφανίστηκαν στην πόλη.
Την αίσθηση ενός γουέστερν μουσκεμένου στο αλατόνερο ζήσαμε στο κινηματογραφικό road trip στο Μεσολόγγι, με συνοδηγό τον πολυβραβευμένο σκηνοθέτη Σύλλα Τζουμέρκα ©Kiki Papadoppoulou
«Εδώ μια μέρα, ξημερώματα, ο Αργύρης Ξάφης βρέθηκε να τρέχει ολόγυμνος κυνηγώντας ένα κοπάδι από γελάδια μέσα στα νερά», μου λέει ο Σύλλας Τζουμέρκας από τη θέση του συνοδηγού. «Κι εκεί πιο κάτω ένας βοσκός μάς φώναζε ότι θα μας σκοτώσει όλους αν δεν αφήσουμε ήσυχα τα ζωντανά του», συμπληρώνει και γελάει. Ο Αργύρης Ξάφης ήταν, φυσικά, παραδομένος στον ρόλο όταν παρασύρθηκε σε αυτό το παγανιστικό κρεσέντο. Κι ο Σύλλας Τζουμέρκας ήταν ο σκηνοθέτης του, ενθουσιασμένος από τη σύμπτωση που έφερε τα θηριώδη αυτά ζώα στο γύρισμά του, χαρίζοντάς του μία από τις πιο αξιομνημόνευτες σκηνές των πρώτων promo της ταινίας του «Το Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών».
Το «Θαύμα», που βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 21/11, έχοντας κάνει την ελληνική πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης αλλά και το γύρο του κόσμου σε κινηματογραφικά φεστιβάλ και διανομή, είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του Σύλλα και κατά γενική ομολογία η καλύτερή του. Βραβευμένος ως καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου για τη «Χώρα Προέλευσης» (2010), είδε την «Έκρηξη» (2014), τη δεύτερη ταινία του, να κάνει παγκόσμιο ντεμπούτο στο επιδραστικό Φεστιβάλ του Λοκάρνο και, αφού συνυπέγραψε το σενάριο του «Suntan» (2016) με τον σκηνοθέτη Αργύρη Παπαδημητρόπουλο, στράφηκε στην ελληνική ύπαιθρο για την τρίτη του σκηνοθετική δουλειά.
«Στην ουσία η ταινία γεννήθηκε από αυτό το τοπίο», θα μου πει αργότερα καθώς ατενίζουμε το μακρόπνοο, βραθυφλεγές ηλιοβασίλεμα της Τουρλίδας. «Είναι ένα τοπίο πραγματικά πολύ αλλόκοτο για τα ελληνικά δεδομένα: είναι απρόσμενα πλατύ κι έχει πάρα πολύ ευρύ ορίζοντα, πράγμα που δεν συμβαίνει στην Ελλάδα γενικότερα, ενώ παράλληλα έχει συνεχώς νερά που μπαίνουν στη στεριά και προκαλούν πάρα πολλές αντανακλάσεις. Ειδικά νωρίς το πρωί ή αργά το απόγευμα, το φως δίνει στο περιβάλλον μιαν αίσθηση αστάθειας, μια ατμόσφαιρα ονειρική», επισημαίνει και σε μια τέτοια αστάθεια κινούνται και οι ηρωίδες του: μια αστυνομικός και μια εργάτρια, που ύστερα από μια μυστηριώδη αυτοκτονία βλέπουν τις ζωές τους να συγκλίνουν και το περιβάλλον τους να μετατρέπεται σε έναν μη τόπο, ένα ιδιότυπο καθαρτήριο, γεμάτο με ψυχές φυλακισμένες στο παρελθόν τους.
Την αίσθηση ενός γουέστερν μουσκεμένου στο αλατόνερο ζήσαμε στο κινηματογραφικό road trip στο Μεσολόγγι, με συνοδηγό τον πολυβραβευμένο σκηνοθέτη Σύλλα Τζουμέρκα ©Kiki Papadoppoulou
Προχωρώντας από την Κατοχή και προς τη θάλασσα, σχεδόν παράλληλα με το ποτάμι, πυκνές και άγριες καλαμιές, φουσκωμένες από τον άνεμο, κρύβουν τη θέα προς τον Αρχαιολογικό Χώρο Οινιάδων: η δεύτερη σημαντικότερη πόλη των αρχαίων Ακαρνάνων, που ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα ανθούσε εμπορικά εδώ, αφού είχε ακόμη και λιμάνι – και αυτό παρότι στις μέρες μας απέχει 5 χλμ. από τη θάλασσα. «Αν ανεβείς στο λόφο με το αρχαίο θέατρο, μπορείς από την πίσω του πλευρά να δεις και το καρνάγιο», με διαβεβαιώνει ο Σύλλας, απογοητευμένος που η πύλη είναι κλειστή και σφαλισμένη μέρα μεσημέρι καθημερινής, όμως τα ερειπωμένα τείχη που αχνοφαίνονται πίσω από τη βλάστηση μαρτυρούν το μέγεθος της αρχαίας πόλης.
Πιο κάτω αμέτρητα χωράφια σε έδαφος επίπεδο μπλοκάρουν την όποια αίσθηση κλίμακας σου έχει απομείνει, νωχελικές αγελάδες ξεκαθαρίζουν με το παρουσιαστικό τους ποιος έχει… προτεραιότητα στους δρόμους της γειτονιάς τους, ένα υδροηλεκτρικό εργοστάσιο στέκει αγέρωχο και ξεχασμένο από το χρόνο, νερό, στεριά και θάλασσα ανταλλάσσουν ιδιότητες, καθώς η άσφαλτος μας φτάνει στις πελάδες του Πεταλά: ένα χωριό που επιπλέει στο βούρκο, εκεί όπου θάλασσα και ποταμός αρχίζουν να φλερτάρουν. Οι καλύβες του, ορμητήρια των ψαράδων της περιοχής, μοιάζουν με σκηνικό ταινίας από μόνες τους, ένα μνημείο της ευρηματικότητας των ανθρώπων, οι οποίοι πρέπει να βρουν μέσα στα στοιχεία της φύσης όχι μόνο τη θέση αλλά και το βιος τους.
«Κάτι στον ψυχισμό των ηρώων έχει να κάνει πάρα πολύ με το συνδυασμό βάλτου και λάμψης που εκπέμπει αυτός ο τόπος», σημειώνει ο Σύλλας και, όταν πια φτάνουμε στην παραλία στο Διόνι, το τοπίο αλλάζει ξανά. Παχιά λευκή άμμος απορροφά τα βήματά μας, ταλαιπωρημένες καλύβες με ’90s ονόματα στις ταμπέλες δίνουν μιαν αλλόκοτη αίσθηση παραθαλάσσιας αίγλης που εγκαταλείφθηκε τροχάδην και η κορυφογραμμή της Κεφαλονιάς στον ορίζοντα είναι το μόνο στοιχείο που υπενθυμίζει τις ελληνικές συντεταγμένες μας. Στην πλάτη μας, σπίτια και ταβερνίτσες προσπαθούν να ισορροπήσουν τις διαθέσεις του χρόνου στα κακοφορμισμένα τους τοιχία.
«Χαίρομαι πάρα πολύ που επιστρέψαμε, υπήρξα πολύ ευτυχής εδώ», θα μου πει ο Σύλλας αργότερα, καθώς είμαστε περικυκλωμένοι από την καταπραϋντική ομορφιά της Λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου. «Όλες αυτές οι περίεργες ανθρώπινες κατασκευές, οι παράγκες, οι εξοχικές καμπίνες αλλά και τα ενθύμια ανθρώπων, από παλιά έπιπλα ή πεταμένα παιχνίδια μέχρι ολόκληρα αχρηστευμένα τροχόσπιτα, κυριολεκτικά στη μέση του πουθενά, χωρίς κάποια λογική, όλο αυτό είναι κάτι που για μένα έχει πάρα πολύ μεγάλη γοητεία. Διότι δεν σε αφήνει να δεις το τοπίο ποτέ σκέτο, μόνο του: πάντα περιέχει την ανθρώπινη δραστηριότητα, την ίδια ώρα όμως χωρίς απαραίτητα να βλέπεις ούτε έναν άνθρωπο». Σαν ένα road trip σε μια πανέμορφη εσχατιά ακριβώς στη μέση της χώρας.
athinorama.gr
Κείμενο: Ιωσήφ Πρωϊμάκης
Φωτογραφίες: ©Kiki Papadoppoulou