Αγρίνιο
Χαλκούνια: Ένα λαϊκό δρώμενο – Οι «ζεϊμπέκηδες» της Μεγάλης Παρασκευής
Τα έθιμα, οι τελετουργίες και τα λαϊκά δρώμενα της λαϊκής παράδοσης διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στο ζωντανό πεδίο της συλλογικής μνήμης του αγροτικού κυρίως χώρου, όχι μόνο γιατί καταφέρνουν να κρατάνε ενεργή την κοινωνική συνείδηση, αλλά και γιατί καταδεικνύουν ταυτόχρονα – με τον πιο εύγλωττο, μάλιστα, τρόπο – την ιδιαίτερη ταυτότητα, καθώς και την πολιτιστική εξέλιξη του κοινωνικού συνόλου στο οποίο αναφέρονται.
Ένα τέτοιο λαϊκό δρώμενο, απόλυτα ταυτισμένο με την ιστορική και κοινωνική μνήμη των κατοίκων του Αγρινίου είναι και η «παράσταση», που δίνει το βράδυ κάθε Μεγάλης Παρασκευής, αμέσως μετά το τέλος της περιφοράς των επιταφίων στην κεντρική πλατεία της πόλης, η ομάδα των χαλκουνάδων, η οποία με έναν φαντασμαγορικό και απόλυτα ελεγχόμενο τρόπο και κρατώντας στα χέρια τους τα χαλκούνια αναπαριστούν τον «χαλκουνοπόλεμο», που πραγματοποιούνταν από τα τέλη του 19ου αιώνα περίπου μέχρι και την έναρξη σχεδόν του ελληνοϊταλικού πολέμου – με μικρά διαλείμματα λόγω των απαγορεύσεων, που η επικινδυνότητα του δρώμενου επέβαλλε – μέσα στον οικιστικό ιστό της πόλης. Μετά τη γερμανοϊταλική κατοχή, το δρώμενο επέστρεψε ντυμένο με τη φορεσιά του λαϊκού εθίμου και με πιο ακίνδυνη μορφή, αφού ο «χαλκουνοπόλεμος» έδωσε τη θέση του στην επίδειξη. Παρόλα αυτά απαγορεύθηκε αυστηρά κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας των Συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου 1967, ενώ με τη σημερινή του μορφή, η οποία είναι ακόμα πιο ήπια, το δρώμενο επανήλθε στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, όταν η Δημοτική αρχή το έθεσε υπό την προστασία της.
Γέμισμα. Φωτογραφία Πάνος Καλτσάς |
Το χαλκούνι
Το χαλκούνι είναι ένας χάρτινος κύλινδρος μήκους 25 – 35 εκατοστά και διαμέτρου μισής ίντσας περίπου. Η μία άκρη αυτού του κυλίνδρου είναι στουπωμένη με χαρτιά, ενώ στην άλλη κατασκευάζεται ένα στόμιο, από το οποίο πυροδοτείται. Το εσωτερικό του γεμίζεται με τριμμένο μπαρούτι υπονόμων (κούφιο), ανακατεμένη με ψιλά ρινίσματα ορείχαλκου ή σιδήρου, τα οποία με την καύση τους απελευθερώνουν την ορμή τους μέσα από το στενό στόμιο του χαλκουνιού, δημιουργώντας έναν πύρινο πίδακα, ο οποίος φτάνει σε ύψος 10-15 μέτρα περίπου.
Το όνομά του, το χαλκούνι, το οφείλει σε αυτά τα ψιλά ρινίσματα του ορείχαλκου, το οποίο ως υλικό έχει πάρα πολλές εφαρμογές, μία εκ των οποίων είναι και η κατασκευή πνευστών μουσικών οργάνων, όπως η κορνέτα, το σαξόφωνο κ.ά. που είναι γνωστά ως «χάλκινα».
Ο χαλκουνοπόλεμος
«Στην πλατεία Στράτου» (σημερινή πλατεία Ειρήνης), αναφέρει ο Θεόδωρος Θωμόπουλος[1], «συγκεντρώνονταν οι επιτάφιοι και γινόταν ο περίφημος χαλκουνοπόλεμος. Οι χαλκουνάδες της κάθε ενορίας που προπορεύονταν προσπαθούσαν να εκτοπίσουν τους αντιπάλους των και να μείνουν τελευταίοι και κύριοι της πλατείας. Αυτό το κατόρθωναν εκείνοι που διέθεταν περισσότερα και μεγαλύτερα χαλκούνια, καθώς και ψυχραιμότερους “μαχητές”. Μόλις έβαζαν φωτιά στο χαλκούνι, το άφηναν ελεύθερο για να δημιουργήσει πανικό στο αντίπαλο στρατόπεδο. Γρήγορα όμως αναγνωρίσθηκε η σκληρότητα αυτής της μορφής του «χαλκουνοπολέμου», και αφού θρηνήθηκαν πολλά θύματα, καθιερώθηκε να κρατιούνται στα χέρια, μέχρις ότου καεί και ο τελευταίος κόκκος της μπαρούτης».
Όλοι οι χαλκουνάδες, φορούσαν κάπες, οι οποίες σκέπαζαν τους σάκους με τα χαλκούνια, ενώ κάποιοι άλλοι, λίγα μέτρα πιο πέρα από το «πεδίο της μάχης», κρατούσαν τον ανεφοδιασμό και το πρόχειρο νοσοκομείο που ήταν εφοδιασμένο με ντενεκέδες λάσπης και με μπουκάλια γεμάτα μελάνι για τα εγκαύματα.
Η μυθολογία
Σύμφωνα με το κυρίαρχο αφήγημα για την καταγωγή του χαλκουνοπόλεμου, οι ρίζες του βρίσκονται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ως γνωστόν, κατά την τελευταία περίοδο που η περιοχή της Αιτωλίας ήταν σαντζάκι[2] της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην κωμόπολη του Βραχωριού ζούσε και δραστηριοποιούνταν μια σημαντική σε αριθμό μελών εβραϊκή κοινότητα, η οποία «κρατούσε στα χέρια της» το σύνολο της εμπορικής δραστηριότητας της περιοχής. Το ιστορικό γεγονός αυτό έδωσε το πλαίσιο μιας μετέπειτα, κατά την εκτίμησή μου, μυθολογικής τεκμηρίωσης του χαλκουνόπολεμου, η οποία «μπολιάστηκε» καθοριστικά από τα αντιεβραϊκά κηρύγματα του Κοσμά του Αιτωλού. Οι Εβραίοι, όπως υποστηρίζει το συγκεκριμένο αφήγημα, θέλοντας να εκθέσουν τους Χριστιανούς απέναντι στους Οθωμανούς, έμπαιναν στην πομπή της περιφοράς του επιταφίου και δημιουργούσαν δολιοφθορές. Πετροβολούσαν τα τούρκικα αρχοντόσπιτα, έβριζαν τους Τούρκους και τις τουρκικές αρχές και μετά συκοφαντούσαν τους χριστιανούς, στην οθωμανική εξουσία της κωμόπολης, ότι αυτές οι θρησκευτικές συγκεντρώσεις θα μπορούσαν να μετατραπούν σε επανάσταση. Για να εξαλείψουν αυτή την πρακτική οι χριστιανοί, ζήτησαν άδεια από τις οθωμανικές αρχές να χρησιμοποιήσουν τα χαλκούνια, έτσι ώστε να κάνουν μία ζώνη ασφαλείας γύρω από την πομπή της περιφοράς των επιταφίων, για να μην μπορούν τα μέλη της εβραϊκής κοινότητας να μπαίνουν σ’ αυτή και να υποδαυλίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις.[3]
«Λιτανεία του Αγίου Σπυρίδωνος στη Σπιανάδα της Κέρκυρας» Πίνακας του Ζόζεφ Καρτράϊτ |
Η ιστορία
Ως γνωστόν η πυρίτιδα εφευρέθηκε τον 7ο αιώνα (κ.χ.)[4] στην Κίνα. Για πρώτη φορά στην ιστορία του κόσμου, οι Κινέζοι, τοποθέτησαν μια μικρή ποσότητα πυρίτιδας (ένα μείγμα νιτρικού καλίου, θείου και κάρβουνου) μέσα σ’ ένα καλάμι μπαμπού, το άναψαν και παρατήρησαν ένα πρωτοφανές φαινόμενο: η μεγάλη ταχύτητα καύσης του υλικού παρήγαγε μεγάλη ποσότητα αερίων σε μικρό χρονικό διάστημα και σε περιορισμένο χώρο με αποτέλεσμα την υπέρμετρη αύξηση των πιέσεων και την ξαφνική τους έκρηξη. Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε το πρώτο πυροτέχνημα με τη μορφή της κροτίδας. Αυτές τις κροτίδες, οι Κινέζοι, τις συνέδεσαν άρρηκτα με τα έθιμα και τη θρησκεία τους, αφού πίστευαν, ότι με τον κρότο και τη λάμψη έδιωχναν μακριά τα κακά πνεύματα.[5]
Από τις πρώτες καταγραφές ρήψης πυροτεχνημάτων στη Δύση, είναι η παρατήρηση του Βρετανού καλόγερου Roger Bacon[6], ο οποίος χαρακτήρισε τα πυροτεχνήματα που είδε ως «αντικείμενα με λάμψη αστραπής και γρύλισμα βροντής».
Οι πρώτοι που χρησιμοποιούν ευρέως τα πυροτεχνήματα στην Ευρώπη, και μάλιστα σε υπαίθριες εορταστικές εκδηλώσεις, είναι αρχικά οι Ισπανοί και αμέσως μετά οι Ιταλοί. Από την Ιταλία τα πυροτεχνήματα περνούν στα Επτάνησα. Μια ιστορική απόδειξη της ύπαρξης αυτού του τύπου των πυροτεχνημάτων στην αγγλοκρατούμενη Κέρκυρα είναι και ο πίνακας του Ζόζεφ Καρτράϊτ που δημοσιεύεται στην κορυφή της ανάρτησης. Ο πίνακας φέρει τον τίτλο «Λιτανεία του Αγίου Σπυρίδωνος στη Σπιανάδα της Κέρκυρας»[7], και αναπαριστά την Λιτανεία του Κερκυραίου Αγίου της χριστιανικής θρησκείας, το λείψανο του οποίου περιφέρεται στην πόλη μαζί με τον επιτάφιο το Μ. Σάββατο το πρωί.
Ο Ζόζεφ Καρτράϊτ (γεννήθηκε το 1789 και πέθανε το 1829), υπήρξε γενικός ταμίας της Βρετανικής Φρουράς στην Κέρκυρα και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εικονογράφους της ζωής και της φύσης του νησιού. Στον πίνακα, ο οποίος είναι ζωγραφισμένος πριν το 1820, φαίνεται ξεκάθαρα ένας όρθιος φουστανελάς, να «ρίχνει» ένα είδος χαλκουνιού που το κρατάει με μία μακριά ξύλινη χειρολαβή. Λίγο πιο δεξιά άλλα δύο άτομα, ο ένας με φουστανέλα και ο άλλος με βράκα, «γεμίζουν» κι άλλα χαλκούνια προκειμένου να τα «ρίξουν».
Τα πυροτεχνήματα οι κροτίδες, οι ρουκέτες, οι σαΐτες και τα χαλκούνια αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους στον αθηναϊκό και τοπικό τύπο, από το 1850 ως το 1860 περίπου, ως φαντασμαγορικό εφέ, κυρίως, κατά τις επισκέψεις των βασιλιάδων σε διάφορες πόλεις, καθώς και τις εθνικές και θρησκευτικές εορτές. Οι περισσότερες από αυτές τις ρίψεις πραγματοποιούνται με την επιστασία Ιταλών πυροτεχνουργών οι οποίοι θεωρούνται οι καλύτεροι του είδους τους.[8] Το γεγονός αυτό, αναιρεί αυτόματα το μυθολογικό αφήγημα για την καταγωγή του εθίμου από την εποχή της Τουρκοκρατίας και την εμπλοκή των Εβραίων σ’ αυτό.
ΟΙ ΕΝΟΡΙΕΣ
Οι ενορίες που διαδραμάτισαν κυρίαρχο ρόλο στη δημιουργία του εθίμου είναι οι τρεις από τις πέντε που ιδρύθηκαν με την παρέλευση των ετών στην πόλη: Η ενορία του Αγίου Δημητρίου (Έτος αποπεράτωσης του πρώτου ναού το 1669), η ενορία της Αγίας Τριάδας (Έτος έναρξης των εργασιών ανέγερσης του πρώτου ναού το 1819) και η ενορία του παλαιού Αγίου Χριστοφόρου (Έτος αποπεράτωσης του υπάρχοντος ναού το 1849).
Ακολούθησαν οι ενορίες της Ζωοδόχου Πηγής (Έτος αποπεράτωσης του ναού το 1851), του Αγίου Γεωργίου (Έτος θεμελίωσης του ναού το 1906, έτος εγκαινίων 1912) και του νέου Αγίου Χριστοφόρου (Έτος θεμελίωσης το 1921, έτος εγκαινίων 1937).
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου στην σημερινή είσοδο της πόλης, στον κάμπο εκείνη την εποχή. Πηγή: Από το Θησαυροφυλάκιο του Αγρίνιο… Γλυκές μνήμες ΕΔΩ |
Ο Άγιος Δημήτριος
Όπως ήδη είναι γνωστό από τη βιβλιογραφία που αναφέρεται στην τοπική ιστορία, η ίδρυση της χριστιανικής κοινότητας του Βραχωρίου τοποθετείται γύρω στα 1718, χρονολογία κατά την οποία οι Οθωμανοί, επιθυμώντας να καλύψουν τις ανάγκες σε εργατικά χέρια για την καλλιέργεια της σταφίδας επέτρεψαν την εγκατάσταση σε μόνιμη βάση χριστιανών μεταναστών, κυρίως, από τα Επτάνησα και την Ήπειρο. Τους εξασφάλιζαν μάλιστα και στέγη, κατασκευάζοντας «ταπεινάς οικίας», πλινθόχτιστες, μ’ ένα δωμάτιο και χωμάτινο δάπεδο.[9] Οι μετανάστες αυτοί κατοίκησαν γύρω από τον χριστιανικό κοιμητηριακό ναό της περιοχής του Αγίου Δημητρίου, ο οποίος κατασκευάστηκε το 1664 και αποτέλεσε τον πρώτο χριστιανικό ναό του Βραχωριού. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους ο Άγιος Δημήτριος έγινε επίσημα ενοριακός ναός.
Η Αγία Τριάδα το 1940 |
Η Αγία Τριάδα
Το 1801, ο Πάνος Γαλάνης (προεστώς του Βραχωριού) δώρησε στη Μονή Τατάρνας το οικόπεδο, με τον όρο να ανεγερθεί μέσα σε αυτό ένας ναός. Όταν ερημώθηκε η Τατάρνα, το 1810, όπως αναφέρει η Βικιπαίδεια[10], οι καλόγεροι του μοναστηριού κατέβηκαν στο Βραχώρι και μέσα σε δύο μήνες απέσπασαν διαταγή από τον Αλή Πασά για την ανέγερση του ναού. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1818, η τοπική οθωμανική διοίκηση του Βραχωριού επικύρωσε την απόφαση και από την επόμενη χρονιά (1819), άρχισε να κτίζεται με έξοδα της Μονής και συνεισφορές των κατοίκων ο μοναστηριακός ναΐσκος της Αγίας Τριάδας. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, «το Σεπτέμβρη του 1820 ο Γαλάνης παρήγγειλε 5 δεσποτικές εικόνες από την Οδησσό. Οι εικόνες αυτές έφτασαν το Φεβρουάριο του 1821 στην Πάτρα, όμως δεν έφτασαν ποτέ στο Αγρίνιο, λόγω της κήρυξης της Επανάστασης. Επειδή ο ναός βρισκόταν σε ύψωμα, χρησίμευσε ως κανονιοστάσιο και κατά την άλωση του Βραχωρίου (Ιούνιος του 1821) γκρεμίστηκε. Φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια της επανάστασης είχε ξαναχτιστεί, πρόχειρα όμως. Μετά την επανάσταση ανεγείρεται με έξοδα της Τατάρνας μεγαλύτερος ναός». Το 1835 ο επίσκοπος της περιοχής ζητάει την ένταξη του ναού στη δικαιοδοσία της επισκοπής και τη μετατροπή του σε ενοριακό. Στο αίτημα αυτό εναντιώνεται ο Εκκλησιαστικός Γραμματέας της Επικράτειας, ο οποίος υποστηρίζει, ότι ο Ναός είναι δύσκολο να θεωρηθεί ενοριακός, αφού υπάρχουν «νόμιμοι τίτλοι μη προσβληθέντες». Από το 1839 έως το 1843 η πόλη του Αγρινίου χωρίζεται στα δύο, αφού οι μισοί σχεδόν κάτοικοι ζητούν να γίνει ο ναός ενοριακός, ενώ οι άλλοι μισοί επιθυμούν να διατηρηθεί ως μετόχι του μοναστηριού της Τατάρνας. Εν τέλει, το 1843, υπάγεται οριστικά στη δικαιοδοσία της επισκοπής και η Αγία Τριάδα γίνεται η δεύτερη ενορία της πόλης. Εξήντα τρία (63) χρόνια μετά, το 1906, κατασκευάζεται ο ναός που διατηρείται έως σήμερα.
Παλιός Άγ, Χριστόφορος Πηγή το ιστορικό αρχείο του Νίκου Αντωνίου ΕΔΩ |
Ο Άγιος Χριστόφορος
Σύμφωνα με τη μοναδική μαρτυρία που βρίσκεται καταγεγραμμένη στο κτηματολόγιο της Μονής του Προυσού, από τον ιερομόναχο Κύριλλο τον Καστανοφύλλη, το Δεκέμβριο του 1815, «τα εν Βραχωρίω ευρισκόμενα» του μοναστηριού ήταν: «…εν μετόχιον κατά τον απάνω μαχαλάν του Αγ. Χριστοφόρου, το οποίον μετόχιον εκτίσθη δι’ επιστασίας του εν μοναχοίς γέρου-Θεοφάνους συγκοινοβιά του και έχει μέσα εις την αυλήν όπου χωρίζουν τα σπίτια το ένα από το άλλο, θύρας εξ, έχει και μεγάλην πόρταν το κάτωθεν μέρος όπου εβγαίνει έξω, έχει και μικρήν πορτοπούλαν το επάνω μέρος πλησίον του πηγαδιού, έχει μέσα εις την αυλήν δύο ρίζες ηλιές και δύο αμυγδαλιές και μία συκαμιάν…». Πουθενά στην καταγραφή αυτή δεν καταγράφεται ναΐσκος ή ναός, εκκλησιαστικά σκεύη ή άλλα λατρευτικά αντικείμενα, την ίδια στιγμή, μάλιστα, που με μεγάλη ακρίβεια περιγράφονται όλα τα άλλα χρηστικά αντικείμενα του μετοχίου, όπως θα δείτε και στις υποσημειώσεις.[11] «Με βάση αυτά τα δεδομένα», αναφέρει ο Νίκος Καπώνης[12], «ο ναός του Αγίου Χριστόφορου φαίνεται ότι ιδρύθηκε αρχικά ως μετόχιο της Μονής Προυσού, πιθανότατα σε συνεργασία και με τη συμπαράσταση των χριστιανών κατοίκων του Βραχωρίου, σε μια απόμακρη από τους κατακτητές θέση. Η ίδρυσή του μπορεί να τοποθετηθεί, ίσως, στο τέλος του 18ου αιώνα, στην εποχή του Αλή πασά, κατά την οποία παρατηρείται εντονότατη ναοδομική δραστηριότητα λόγω της ανεκτικής θρησκευτικής πολιτικής του τελευταίου». Όλες αυτές οι εικασίες όμως, παρά τη φιλότιμη προσπάθεια που έχει καταβληθεί, για να αποδειχθεί η προεπαναστατική παρουσία του παλιού ναού του Αγίου Χριστόφορου, στέκουν, ακόμα, ατεκμηρίωτες ιστορικά. Εκείνο που παραμένει γεγονός αδιαμφισβήτητο είναι, ότι ο παλαιός Άγιος Χριστόφορος κτίστηκε από το 1846 έως το 1849 και αναγνωρίστηκε ως ενοριακός το 1866[13], κατατάσσοντας χρονικά την ύπαρξη της συγκεκριμένης ενορίας ως τρίτη.
Ο «ΠΟΛΕΜΟΣ»
Βραχωρίτες εναντίον Σουλιωτών
Ο πολιτικός, θεσμικός, κοινωνικός και πραγματικός, αρκετές φορές, πόλεμος ανάμεσα στους Σουλιώτες και σε όσους κατέλαβαν το Βραχώρι την 11η Ιουνίου του 1821, επιλέγοντας να το κατοικήσουν με τις οικογένειές τους, ήταν μια οδυνηρή τοπική σύγκρουση, με εντονότατα ταξικά στοιχεία.
Αμέσως μετά την επανάσταση, το 1822, η πλειοψηφία των Σουλιωτών που είχαν καταφύγει στα Επτάνησα επιστρέφουν στην Αιτωλοακαρνανία μετά από πρόταση του Εκτελεστικού να εγκατασταθούν στο Ζαπάντι. Οι ντόπιοι υποκινούνται από το Γιάννη Ράγκο και το Γιαννάκη Στάικο και εναντιώνονται στην πρόταση αυτή με όλα τα μέσα.
Τα πράγματα ησυχάζουν κάπως μετά την παρέμβαση του Έπαρχου Κ. Μεταξά «που βάζει στο περιθώριο το αίτημα του Ζαπαντιού» ενόψει της εκστρατείας του Ομέρ Βρυώνη, αλλά ήδη στο Βραχώρι έχει αρχίσει να φουσκώνει ένα έντονο κύμα δυσφορίας κατά τον ξενομεριτών.
Οι Σουλιώτες με απόφαση της Ε’ Εθνοσυνέλευσης πετυχαίνουν τελικά, να δοθεί σε κάθε σουλιώτικη οικογένεια 1.600 πήχεις Βραχωρίτικης γης, η εκτέλεση όμως των αποφάσεων κωλυσιεργούσε, οι τίτλοι κυριότητας δεν δίνονταν και τα σχέδια της πόλης που πρότεινε τότε η Βαυαροκρατία δυσχέραιναν τις οριοθετήσεις. Τελικά, γύρω στα 1834 βρίσκονται εγκατεστημένες στο Αγρίνιο 157 οικογένειες Σουλιωτών και 53 οικογένειες Ηπειρωτών που αυξάνονται συνεχώς τα επόμενα χρόνια.
«Η πόλη γενικά κλυδωνίζεται από τους φατριασμούς αυτοχθόνων και ετεροχθόνων που αντανακλώνται στις αναφορές προς την κυβέρνηση. Στους ανέργους και ακτήμονες Σουλιώτες αποδίδονται ληστείες, καταχρήσεις, ανυποταξία και το ενδεχόμενο “ταραχής του κράτους”. Η κατάσταση εκτραχύνεται μετά την παραχώρηση χωραφιών του Ζαπαντιού στους Σουλιώτες, γεγονός που εξοργίζει το Γιαννάκη Στάικο και τη φατρία του. Οι τελευταίοι έκαναν λόγο για υποτέλεια των γηγενών στους νέους οικιστές και για ζημιά 2.000 ντόπιων οικογενειών προς όφελος των Σουλιωτών».[14]
Στους παραπάνω ξενοφερμένους προστίθενται μετά το 1838 και οι Φαλαγγίτες, οι οποίοι παραιτήθηκαν από το δικαίωμα του μισθού τους για να διεκδικήσουν γαίες αξίας πενταπλάσιας του ετήσιου μισθού τους, τις οποίες και εξαγοράζουν με «πιστωτικά φαλαγγιτικά γραμμάτια».
Όπως είπαμε και παραπάνω, αλλά και σύμφωνα με όσα αναφέρει η Ελένη Γιαννακοπούλου, «οι Σουλιώτες μαζί με Καλαρρυτηνούς και Κομποτιάτες δημιούργησαν το σουλιώτικο μαχαλά που εκτεινόταν από την περιοχή Βόρεια του πάρκου ως τον Άγιο Δημήτριο, ξωκκλήσι ως τότε, τον οποίο οι Σουλιώτες ανέδειξαν σε ενοριακό και κοιμητηριακό ναό. Δίπλα υπήρχε το νεκροταφείο των Σουλιωτών που διατηρήθηκε εκεί μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Η διεύρυνση του σουλιώτικου μαχαλά με την εγκατάσταση όλο και περισσότερων Ηπειρωτών στο Αγρίνιο, όπου διέφευγαν μαζικά από την τουρκοκρατούμενη τότε Ήπειρο, απαιτούσε τη δημιουργία μιας δεύτερης ενορίας. Έτσι, ιδρύθηκε η Ζωοδόχος Πηγή (Παναγία), γεγονός που έγινε αφορμή ρήξεως με τους Βραχωρίτες». [15]
Όλα αυτά δημιούργησαν μια εκρηκτική ατμόσφαιρα στην μικρή κωμόπολη της Αιτωλίας, στην οποία τα μίση και τα πάθη είχαν ενταθεί τόσο πολύ, που ακόμα και τα παιδιά χωρίζονταν σε Σουλιωτάκια και Βραχωριτάκια για να παίξουν το γνωστό παιδικό παιχνίδι του κλεφτοπόλεμου. Όπως περιγράφεται, μάλιστα, σε διάφορες τοπικές εφημερίδες της εποχής, ο δημοτικός αστυνόμος αναγκαζόταν να κλείνει τη γέφυρα στη Δήμου Τσέλιου, πάνω από τη γέφυρα του ρέματος, που χώριζε τις δύο περιοχές, για να αποφεύγονται οι συμπλοκές. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό δημοσίευμα του τοπικού εμφυλίου, μας μεταφέρει ο Διονύσιος Μιτάκης: «Τραγική συμπλοκή διεδραματίσθη εν Αγρινίω χθες, Κυριακή 25 Ιουνίου 1863… Προσκληθείσα δε η Εθνοφυλακή εις τα όπλα, παρέστη διηρημένη εις δύο στρατόπεδα εξ ενός οι Ηπειροσουλιώται και αφ’ ετέρου οι Βραχωρίται αρξάμενοι του κατ’ αλλήλων πυροβολισμού διαρκέσαντος επί τέσσερες ώρες».[16]
Στούμπωμα χαλκουνιού. Φωτογραφία Πάνος Καλτσάς |
Από τον «χαλκουνοπόλεμο» στο δρώμενο
Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι από την παραπάνω μυθολογική κατασκευή της καταγωγής του εθίμου, τίποτα δεν ισχύει. Δεν είναι μόνο η ανυπαρξία των πυροτεχνημάτων την προεπαναστατική και την πρώτη μετεπαναστατική περίοδο, είναι επίσης και το γεγονός ότι η μοναδική ενορία που ήταν ενεργή τα προεπαναστατικά χρόνια, ήταν η ενορία του Αγίου Δημητρίου. Ο ναός όμως αυτός απείχε αρκετά λεπτά της ώρας από τα οθωμανικά αρχοντόσπιτα του Βραχωριού και καμιά θρησκευτική αναγκαιότητα δεν επέβαλλε ο επιτάφιός του να μπει μέσα στην οθωμανική κωμόπολη.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε, ότι τα πυροτεχνήματα ήρθαν στην Ελλάδα μετά το 1850, αφού από εκείνη την εποχή και μετά αρχίζουν να υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες, κυρίως στον ημερήσιο και τοπικό τύπο, για την ύπαρξή τους στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Μέχρι τότε τα κυρίαρχα μεγαλοβδομαδιάτικα τοπικά έθιμα ήταν η περιφορά του επιταφίου, το «κάψιμο του Ιούδα» τη Μεγάλη Παρασκευή και οι πυροβολισμοί κατά την Ανάσταση.
Ο Ευάγγελος Παπαστράτος, ο οποίος γεννήθηκε στο Αγρίνιο, το 1884, εκτός από το γεγονός ότι περιγράφει με εξαιρετική σαφήνεια το «χαλκουνοπόλεμο» και τις προετοιμασίες του, δίνει και την πιο ορθή, κοινωνιολογικά, αφήγηση για την καταγωγή του εθίμου.
«Όταν έμπαινε η Μεγάλη Σαρακοστή», γράφει[17], «το βράδυ της πρώτης Κυριακής άρχιζε σε μικρή κλίμακα ο χαλκουνοπόλεμος στην πλατεία, και συνεχιζόταν κάθε Κυριακή ως τη Μεγάλη Εβδομάδα. Την Κυριακή των Βαΐων ήταν η επίδειξη των δύο ομάδων (τα Βραχωριτάκια και τα Σουλιωτάκια). Εννοείται πως αυτό γινόταν αφορμή ν’ αναγκάζεται η Φιλαρμονική Αγρινίου, που έπαιζε κάθε Κυριακή στην πλατεία να σταματά πρόωρα, γιατί ο κόσμος, από το φόβο του, έφευγε νωρίτερα, πριν αρχίσει η μάχη.
Σε όλο το διάστημα της Μεγάλης Σαρακοστής γίνονταν οι ετοιμασίες για το χαλκουνοπόλεμο της νύχτας του Επιταφίου, από τις δύο ομάδες, που συγκέντρωναν τα πολεμοφόδια. Οι μεγάλοι ετοίμαζαν τα χαλκούνια και κατέστρωναν το στρατηγικό σχέδιο για την κυκλωτική κίνηση, κι οι μικρότεροι μάζευαν τα ξύλα, που θα χρειάζονταν για τις φωτιές που ανάβαμε στις αγρυπνίες της Μεγάλης Εβδομάδας και ιδίως το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, στις εκκλησίες, όπου ξημερωνόμασταν.
Η εκφορά των Επιταφίων γινόταν τότε τα ξημερώματα του Μεγάλου Σαββάτου, στις τέσσερις το πρωί. Από το βράδυ της Παρασκευής, σε κάθε ενορία, και ιδίως στην Αγία Τριάδα, τα «Βραχωριτάκια», και στον Άη Δημήτρη τα «Σουλιωτάκια», άναβαν τις φωτιές και τις κρατούσαν όλη τη νύχτα. Όταν δεν έφταναν τα ξύλα που είχαμε μαζέψει, πηγαίναμε στις γειτονιές, ξηλώναμε φράχτες ή χαλούσαμε παλιές παράγκες ή αχυρώνες και κουβαλούσαμε την ξυλεία τους. Καμιά φορά τραβούσαμε και κανένα χαλασμένο κάρο και το βάζαμε ολόκληρο στη φωτιά!
Στη μία το πρωί, έβγαιναν από κάθε ενορία ομάδες παιδιά και νέοι και χτυπούσαν το σήμαντρο στις γειτονιές, για να ξυπνήσει ο κόσμος και να ετοιμαστεί να πάει στην ακολουθία. Οι καμπάνες, από πένθος, δεν σήμαιναν από το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης ως τις δέκα το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, που γινόταν η Ανάσταση.
Θυμούμαι πως πήγαινα κι εγώ με το σήμαντρο της Αγίας Τριάδας. Αν και ήμουν τόσο μικρός, μου έκανε πολύ βαθιά εντύπωση, μέσα στην ησυχία που βασίλευε την ώρα εκείνη σ’ ολόκληρη την πόλη, ν’ ακούεται άξαφνα το σήμαντρο και κατόπι να ψέλνουμε όλοι μαζί το “Αι γενεαί πάσαι…”. Τα σκυλιά άρχιζαν να γαβγίζουν, μα φοβούνταν και δεν τολμούσαν να μας πλησιάσουν. Έτσι, βρίσκαμε κι εμείς την ευκαιρία, σε όσα σπίτια είχαν περιβόλια, να κόβουμε λουλούδια για τον Επιτάφιο και να μαζεύουμε και ξύλα για τη φωτιά. […]
Οι Επιτάφιοι όλων των ενοριών περνούσαν από την κεντρική πλατεία, κι οι χαλκουνάδες, σαν τιμητική φρουρά, πήγαιναν μπροστά, κρατώντας στα χέρια τ’ αναμμένα χαλκούνια, που ήταν επικίνδυνα. Πολλές φορές, όταν δεν ήταν καλογεμισμένα, ή όταν το μίγμα από τις μπαρούτες δεν πετύχαινε, έσκαγαν στα χέρια τους και δεν έλειπαν τ’ ατυχήματα, καμιά φορά και θανατηφόρα.
»Πολλές φορές τύχαινε να διασταυρωθούν στην πλατεία οι Επιτάφιοι των δύο αντίθετων ομάδων. Έδειχναν πάντα τον πρεπούμενο σεβασμό μεταξύ τους, και προσπαθούσε η κάθε ομάδα να κάνει καλύτερη επίδειξη, ανάβοντας και κρατώντας στα χέρια πιο πολλά χαλκούνια.
Όταν όμως είχαν πια περάσει από την πλατεία οι Επιτάφιοι όλων των ενοριών, τότε οι δύο ομάδες έπιαναν θέσεις, από τις δύο μεριές, κι άρχιζε η μεγάλη μάχη, με επιθέσεις κι αντεπιθέσεις· κι όταν πια έφτανε σε σημείο κρίσιμο, γίνονταν και προσπάθειες κυκλωτικών κινήσεων και τότε η ομάδα που έμενε κυρίαρχη στην πλατεία ήταν νικήτρια. […]»
Από όλα τα παραπάνω, εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς και την καταγωγή του σημερινού δρώμενου, και τη μετεξέλιξή του μέσα στα χρόνια, έως ότου αυτό πάρει τη σημερινή του μορφή.
Συνοπτικά, ο χαλκουνόπολεμος ξεκίνησε περίπου την εικοσαετία 1860 – 1880, αφού είχαν καθοριστεί οι ενορίες και διαδοθεί τα πυροτεχνήματα στον ελλαδικό χώρο.
Σύμφωνα με την περιγραφή του Θωμόπουλου, όπως αυτή συμπληρώνεται από τον Ευάγγελο Παπαστράτο, οι χαλκουνάδες των ενοριών της Αγίας Τριάδας και του παλαιού Αγίου Χριστοφόρου (Βραχωριτάκια) έρχονταν σε «σύγκρουση» με τους χαλκουνάδες των ενοριών του Αγίου Δημητρίου και της Ζωοδόχου Πηγής (Σουλιωτάκια), σε έναν αγώνα γοήτρου και ανδρείας για το ποιο «στρατόπεδο» θα υπερισχύσει στο «πεδίο της μάχης», το οποίο όριζε η κεντρική πλατεία της πόλης.
Οι αστυνομικές αρχές της πόλης, από τα πρώτα κιόλας χρόνια, επιχείρησαν να εξαλείψουν αυτό το «πολεμικό» γεγονός, που έτεινε να γίνει συνήθεια, όχι μόνο για τη «διασάλευση της τάξης» που αυτό επέφερε, αλλά και για τον τρομακτικό κοινωνικό ανταγωνισμό, που το ίδιο υπηρετούσε. Για να αντιμετωπίσουν αυτή τη θεσμική εχθρικότητα και την αστυνομική καταστολή, οι χαλκουνάδες της πόλης επιχείρησαν να προ-σδώσουν στο γεγονός εθνοθρησκευτική βαρύτητα, «εφευρίσκοντας» το μύθο με την περιφορά των επιταφίων, τους Εβραίους του Βραχωριού και τα άλλα στοιχεία που τον αφορούν (προβοκατόρικες ενέργειες ενάντιων των οθωμανικών αρχοντόσπιτων, συκοφαντικές κατηγορίες για εξέγερση των χριστιανών κ.ά.).
Από το σύνολο των πηγών που έχουμε υπόψη μας[18], αυτό που μπο-ρούμε να συμπεράνουμε, χωρίς καμία επιφύλαξη, είναι ότι ο χαλκουνο-πόλεμος άρχισε να φουντώνει ουσιαστικά μετά τον «ατυχή πόλεμο» (Ελ-ληνοτουρκικός πόλεμος του 1897), ο οποίος οδήγησε σε ήττα της Ελ-λάδας και την υποβολή της σε διεθνή οικονομικό έλεγχο. Αυτό το αίσθη-μα της εθνικής ταπείνωσης, αποτέλεσε για τις κατώτερες λαϊκές τάξεις της μικρής τότε Ελλάδας, το γόνιμο χωράφι πάνω στο οποίο σπάρθηκε η αγωνία για την αναζήτηση του χαμένου γοήτρου.
Ο χαλκουνοπόλεμος ζυμώθηκε στη συνείδηση των λαϊκών τάξεων της πόλης και της περιοχής με τις ηρωικές συμπεριφορές της πρόσφατης α-κόμα επανάστασης του 1821, την μετέπειτα αντίσταση στο Βαυαρικό κα-θεστώς, η οποία είχε βαθιές ρίζες στην περιοχή μας, συνδέοντας στο φα-ντασιακό των λαϊκών στρωμάτων το παρόν της τοπικής κοινωνίας με το πρόσφατο «ένδοξο παρελθόν». Ο χαλκουνάς, όχι μόνο εκείνης της εποχής, ανάβοντας το χαλκούνι και πετώντας το, επιδείκνυε τη γενναιότητά του, «έκανε το δικό του» και πλαισίωνε αυτή του την ενέργεια με τη θεώ-ρηση της υπεράσπισης του γοήτρου «των ιερών και των οσίων» της «ι-διαίτερης πατρίδας» του, εν προκειμένω, της ενορίας του· η πράξη αυτή, στο δικό του «ηρωικό» κόσμο, τον έφερνε στο κέντρο της τοπικής κοινωνίας και τον έκανε να ξεχωρίζει για την παλικαριά και τη λεβεντιά του.
Παρά τα όσα λέγονται και γράφονται, η θεσμική και κοινωνική αντιπαράθεση ανάμεσα στους φτωχούς επήλυδες[19] Σουλιώτες και τους «γηγενείς» Βραχωρίτες για την απόκτηση των αδιάθετων «εθνικών γαι-ών», ήταν η πραγματική αιτία αυτού του εθίμου.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘30, η επικινδυνότητα του χαλκουνοπόλεμου μειώθηκε σημαντικά και ο «πόλεμος» μεταμορφώθηκε σε «δρώμενο». Από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80 και μετά, είναι ένα απόλυτα ελεγχόμενο και φαντασμαγορικό θέαμα που σε καμιά λειτουργική του παράμετρο δεν θυμίζει πόλεμο.
Τα χαλκούνια στον τύπο
Τα μονοφωνικά χαλκούνια στο Αγρίνιο, το Μεσολόγγι και την Πάτρα, καθώς και οι πολυφωνικές σαΐτες της Καλαμάτας, ανήκουν στην ίδια οι-κογένεια των πυροτεχνημάτων, αφού κατασκευάζονται και «ρίχνονται» με τον ίδιο σχεδόν τρόπο. Ας δούμε στο σημείο αυτό μερικά δημοσιεύματα του τοπικού και εθνικού τύπου, που αποδεικνύουν το μεγάλο κυνηγητό που αντιμετώπισαν τα χαλκούνια, από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής τους μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ΄80.
«Το βάρβαρον έθιμον των χαλκουνιών δυνάμεθα να είπωμεν μετ’ ευχαριστήσεως, ότι προϊόντος του χρόνου θέλει εντελώς εκλείψη. Εφέτος χάρις εις τας ενεργείας των αρχών και εις την ωριμωτέραν σκέψιν των πολεμάρχων ουδέν εγένετο. Κόσμος άπειρος είχεν συναχθή εις την άνω πόλιν, ίνα ίδη τα συμβησόμενα, αλλά αν και μερικοί έρριψαν ολίγα χαλκούνια, όμως διελύθησαν τη εμφανίσει των αρχών». (Πελοπόννησος, 1 Απριλίου 1895, Έτος 1, Αρ. 1038)
«Δεν έλλειψε και φέτος ο συνήθης χαλκουνοπόλεμος, αλλά με ολιγώτερα πάντως πυρομαχικά!!! από άλλας χρονιάς». (Το φως, 27 Απριλίου 1930, Περίοδος Α΄, Έτος 3)
«…Σε άλλες πόλεις και μάλιστα της παλαιάς Ελλάδος τις σκάστρες αντικαθιστούν τα χαλκούνια. Πρέπει να τύχετε στο Μεσολόγγι ένα Πάσχα να ιδήτε τι γίνεται. Τα χαλκούνια αποτελούν «σήμα κατατεθέν» της ηρωικής αυτής πόλεως…». (Μακεδονία 1 Μαΐου 1932)
«Αλλά υπάρχουν πόλεις όπως το Αγρίνιο, το Μεσολόγγι και κατ’ απομίμησιν η Πάτρα, όπου ο επιτάφιος μέχρι προ ολίγον ετών ακόμη, δεν ήταν απλώς μία πομπή, αλλά μία… μάχη. Μάχη με τα περίφημα χαλκούνια με τραυματίας και ακρωτηριασμένους. Πολεμούσαν οι ζωηρότεροι από τους συνοδούς των επιταφίων, ποιοι θα καταβάλλουν τους άλλους. Εις δε το Αγρίνιον η μάχη αυτή έπαιρνε τέτοιες διαστάσεις, ώστε οι ηττημένοι εκλείνοντο πανικόβλητοι στα σπίτια τους και επολιορκούντο από τους νικητάς με αέναο χάλκινο βομβαρδισμό…». (Εμπρός, 30 Απριλίου 1948, Περίοδος β’, Αρ. 975)
«Αγρίνιον 31. (του Ανταποκριτού μας) […] Εις την πόλιν μας σε κάθε ενορία είχε σχηματισθεί και μία επιτροπή. Αι επιτροπαί αυταί θα αξιώσουν από τους ιερείς να επιτρέψουν την περιφοράν των επιταφίων. Επίσης από τους κατοίκους έχουν κατασκευασθεί πλέον των 500 χαλκουνίων και εκατοντάδες κροτίδων, αι οποίαι θα ριφθούν καθ’ όλην την νύκτα της Μεγάλης Παρασκευής κατά την περιφοράν των επιταφίων εις πείσμα της επιμονής του Μητροπολίτου…». (Εμπρός, 1 Απριλίου 1953, Περίοδος Γ’, Αρ. 223) Είναι η γνωστή ιστορία με τον Ιερόθεο (Δείτε ΕΔΩ και ΕΔΩ και ΕΔΩ)
«Αγρίνιον 1. (του Ανταποκριτού μας) Σήμερον την εσπέραν εγένετο εις την πόλιν μας η περιφορά του Επιταφίου. Από της 7ης μ.μ. η πόλις εδονείτο εκ των συνεχών εκρήξεων κροτίδων, ενώ αργότερον, μετά την περιφοράν του Επιταφίου εις την κεντρικήν πλατείαν ερρίφθησαν πολλαί εκατοντάδες χαλκουνίων. Το θέαμα παρηκολούθησαν πολλαί χιλιάδες λαού, μεταξύ των οποίων πολλοί τουρίσται». (Ελευθερία, 2 Μαΐου 1959, Περίοδος Β’, Αρ. 4498)
«…Πρέπει να σας εξηγήσουμε κυρίως τι ήσαν αυτά τα «πυρομαχικά» της Μεγάλης Παρασκευής. Αρχίζουμε από τα περίφημα χαλκούνια, για τα οποία έχει γράψει ένα ζωντανό πεζογράφημα ο αλησμόνητος ιστορικός και λογοτέχνης Γιάννης Βλαχογιάννης. Τα χαλκούνια τα έφτιαχναν από χοντρό χαρτόνι. Τα έσφιγγαν γύρω από το καλούπι κι έσφιγγαν κι έδεναν το λαιμό του με σπάγκο έτσι που να μείνει μια μαύρη τρύπα εμπρός. Το γέμιζαν κατόπιν με μπαρούτι ψιλοκοπανισμένο, κάρβουνο κοπανισμένο επίσης – προτιμούσαν το από σανίδα, ως πιο αφράτο – ρινίσματα ορειχάλκου (Λιμαδούρα τα έλεγαν) και νίτρο. Τα στούμπωναν από πάνω με χαρτιά και τα έκλειναν. Έτσι το χαλκούνι γεμισμένο ήταν τρομερό. Πετούσε πολύ μακριά σπίθες, σφυρίζοντας, αναπηδούσε· διέγραφε κύκλους στον αέρα· έκανε σαν δαιμονισμένο. Έφτιαχναν χαλκούνια μεγαλύτερα στο μήκος από μια σπιθαμή και χοντρά σαν τον καρπό του χεριού. Μ’ ένα τέτοιο αναμμένο στο χέρι ήταν κανείς απλησίαστος. Μα κι όταν τα έριχναν κατά των πιστών που ακολουθούσαν τον Επιτάφιο, σκόρπιζαν τον τρόμο και τον πανικό. Τα πολύ μικρά στο μέγεθος χαλκούνια με το ίδιο γέμισμα τα λέγανε «σαλιάρες…». (Ταχυδρόμος – Αίγυπτος, 10 Απριλίου 1966, Έτος 8, Αρ. 53)
«Η απαγόρευσις των κροτίδων και των άλλων παρομοίων κατασκευασμάτων θα έχει ασφαλώς ως συνέπειαν την διάσωσιν αρκετών χεριών, ποδιών και ζώων ακόμη. Το πράγμα βέβαια θα χαροποιήση πολλούς, αλλά και πολλούς θα λυπήση. Διότι πολλοί είναι οι Έλληνες που εννοούν να συνδέσουν την μεγάλην εορτήν του Χριστιανισμού με το παλαιόν έθιμον. Τόσον πολύ ώστε τα χαλκούνια εχάλασαν και πέρυσιν ακόμα τον κόσμον εις το Αγρίνιον και τας Πάτρας. Τα θύματα που πληρώνουν κάθε χρόνον με την αρτιμέλειάν των ή με την ζωήν των το έθιμον δεν σωφρονίζουν τους άλλους και το επόμενον Πάσχα έχομεν πάλι το ίδιον…». (Μακεδονία, 29 Απριλίου 1967, Έτος 56ον, Αρ. 17.820)
Εις μνήμην Μπάμπη Γιωτόπουλου. Του πιο παλιού χαλκουνά της γενιάς μου. Φωτογραφία: Γιάννη Γιαννακόπουλου
Το δρώμενο σήμερα
Μία ώρα περίπου μετά την αποχώρηση των επιταφίων από την κε-ντρική πλατεία Δημοκρατίας, η ομάδα των Γιωτοπουλαίων (οικογένεια πατροπαράδοτων χαλκουνάδων), οι οποίοι κρατούν ακόμα ζωντανό το έθιμο, εισέχεται στο μέσον της πλατείας και πυροδοτούν τα χαλκούνια τους, πλημμυρίζοντας το κεντρικότερο σημείο της αιτωλικής πόλης με περιστρεφόμενους πίδακες από σπίθες, δημιουργώντας μια φαντασμαγορική και ακίνδυνη στις μέρες μας πολυεστιακή πύρινη χορογραφία.
Παρατηρώντας κανείς αυτή τη χορογραφία, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί και να συνδυάσει την ομοιότητα της στάσης του σώματος των χαλκουνάδων τη στιγμή που ανάβουν τα χαλκούνια και αρχίζουν τις περιστροφές τους, με τις φιγούρες του ζεϊμπέκικου, ο οποίος αναφέρεται ότι διαδόθηκε στα ελλαδικά αστικά κέντρα στα τέλη κι αυτός (τυχαία άραγε;) του 19ου αιώνα. Όπως ο ζεϊμπέκικος χορός δεν έχει συγκεκριμένα βήματα, αλλά μόνο φιγούρες, οι οποίες υποτάσσονται σε μια κυκλική κίνηση, έτσι και οι χαλκουνάδες κρατούν λυγισμένα τα γόνατα, έχουν τα χέρια τους απλωμένα στο ύψος των ώμων και περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους, κρατώντας στο ένα χέρι το τσιγάρο και στο άλλο το χαλκούνι. Κι έτσι όπως περιστρέφονται γυρίζουν γύρω τους όλα αυτά τα σόγια τα αγρινιώτικα που έφεραν αυτό το δρώμενο ως τις μέρες μας. Κι ο άνεμος που αρχίζει να μυρίζει μπαρούτι, χορταίνει με τις ανάσες των Γιωτοπουλαίων, των Παπαλένηδων, των Ζυματουραίων, των Ζαβραίων, και όλων εκείνων που στάθηκαν απέναντι στο φόβο τους, για να υπηρετήσουν εκείνο που διάλεγε η ψυχή τους ως συλλογικό καθήκον.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Πέρυσι (2019), την Κυριακή των Βαΐων, επισκεφθήκαμε με τα μέλη της ΔΡΩ, το «εργοστάσιο χαλκουνιών» των Γιωτοπουλαίων στο Ρουπακιά. Εκεί, ανάμεσα σε πλαστικά ποτηράκια με τα ρινίσματα σιδήρου και το «κούφιο» μπαρούτι, είδαμε τους παλιότερους χαλκουνάδες, μαζί με κάμποσα νέα παιδιά, να δουλεύουν με πολύ προσοχή και μεράκι, για να διατηρήσουν τους κώδικες ενός δρώμενου που τόσο πολύ αγαπάει αυτή η πόλη. Μια ομάδα φίλων, που «στούπωναν» τα χαρτιά στο χάρτινο κύλινδρο με δύναμη, που γέμιζαν τα χαλκούνια με προσοχή και τα «έκλειναν», ακολουθώντας μια τέχνη που μεταλαμπαδεύεται από τον παλιότερο στο νεότερο, τηρώντας κατά γράμμα το πρωτόκολλο μιας διαδικασίας, που τους έφερνε πιο κοντά στην πιο δική τους παρακαταθήκη για το μέλλον.
Θαρρώ, πως εκείνη η απάντηση του Κώστα Γιωτόπουλου, όταν τον ρώτησα να μου περιγράψει τα συναισθήματα του χαλκουνά την ώρα που περιστρέφεται με λυγισμένα τα γόνατα και κρατώντας στο δεξί του χέρι το αναμμένο χαλκούνι, θα εκφράζει, όσο καμία άλλη φράση, τη λαϊκότητα αυτού του δρώμενου, που έφτασε ως εμάς, «για να… ξανακερδηθεί» η διαδικασία της γείωσής μας με τη βαθύτερη ουσία της κοινωνικής μας μνήμης, μιας μνήμης που ψάχνει απελπισμένα να βρει τα χνάρια των καιρών, που σημάδεψαν το κορμί της, χωρίς να αφήσουν το παραμικρό σημάδι από το αποτύπωμα της πατίνας τους να πάει χαμένο. «Είναι, σα να παίζω μπάλα και να βάζω γκολ», μου είπε.
————————————————————————————-
- Θ. Θωμόπουλου, Το έθιμο των χαλκουνιών, Αιτωλοκαρνανική και Ευρυτανική εγκυκλοπαίδεια, Λήμμα: Αγρίνιο, Λαογραφία, Τόμος 1ος, σελ. 224-225.| 2. Το σαντζάκι: διοικητική διαίρεση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η λέξη είναι εξελληνισμένη μορφή της τουρκικής λέξεως sancak, δηλ. στρατιωτικό λάβαρο στην αρχική της κυριολεκτική σημασία, που αρχικά έδωσε την ονομασία της σε μια στρατιωτική μονάδα (της οποίας ηγείτο ο σαντζάκ-μπέης) και στη συνέχεια στην περιφέρεια από όπου η μονάδα αυτή στρατολογούνταν. | 3. Εκτός από το συγκεκριμένο αφήγημα για την καταγωγή του δρώμενου υπάρχει και η εθνοκεντρική μυθολογική εκδοχή, η οποία θέλοντας να «χορτάσει» την εθνική υπερηφάνεια των υπηκόων του νεοσύστατου κράτους με ηρωικές πράξεις, ακόμα κι αν αυτές «χτιζόταν» με πρώτη ύλη τη φαντασία των αφηγητών τους, υποστηρίζει ότι η χρήση των χαλκουνιών ήταν ένας ευρηματικός τρόπος των Βραχωριτών για να δοκιμαστεί η ποιότητα του μπαρουτιού, πριν χρησιμοποιηθεί για τις μάχες εναντίον των Τούρκων κατακτητών, γεγονός το οποίο, είναι τελείως ατεκμηρίωτο. | 4. Ο όρος «κοινή χρονολογία» (κ.χ.) αφορά στην περίοδο που ξεκινάει από το έτος 1 και εντεύθεν. Χρησιμοποιείται για το σύστημα υπολογισμού των ετών, το οποίο είναι χρονολογικά ταυτόσημο με το λατινικό σύστημα «Anno Domini» («έτος του Κυρίου μας»), με λιγότερο, όμως, θρησκευτικό χρωματισμό. Αντίστοιχα, στην ελληνική γραμματεία είναι το ισοδύναμο της «μετά Χριστόν» (μ.Χ.) χρονικής περίοδου. | 5. Ελένη Βαλσαμάκη, Πυροτεχνήματα! Πώς άρχισαν όλα…, 26/2/2016. (Δείτε ΕΔΩ) | 6. Ο Ρότζερ Μπέικον (Roger Bacon, γνωστός στα ελληνικά και ως Ρογήρος Βάκων, 1219/1220 – 1292) ήταν σχολαστικός θεολόγος και φιλόσοφος του Μεσαίωνα, αποκληθείς για την πολυμάθειά του Doctor Mirabilis (θαυμαστός δάσκαλος). | 7. Ιστορία εικονογραφημένη, μηνιαίο περιοδικό ιστορίας, τεύχος 445, Ιούλιος 2005, σελ. 96 – 101. | 8. Στις αθηναϊκές εφημερίδες της πασχαλινής περιόδου από το 1838 έως το 1892 συνήθως γίνεται αναφορά σε πυροβολισμούς και «κάψιμο του Ιούδα». Μετά το 1850 αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους τα πυροτεχνήματα και οι «ροκέτες», ενώ στο ΣΚΡΙΠ της 2ας Ιουνίου του 1898 βρίσκουμε μία από τις πρώτες απαγορεύσεις καύσης πυροτεχνημάτων στην πλατεία του Συντάγματος (Σκριπ, έτος Γ’, περίοδος Β’, φύλλο 996). Στις 3 Μαΐου της ίδιας χρονιάς, η ίδια εφημερίδα, σε ρεπορτάζ για την άφιξη του Γεωργίου του Α’ στην Καλαμάτα την προηγουμένη μέρα, αναφέρει: «Τα πυροτεχνήματα των Καλαμών πολύ εύμορφα. Εν παρίστανε το στέμμα έχων πέριξ αυτού τα στοιχεία Γ Ο, τα άλλα δε διαφόρους παραστάσεις» (Σκριπ, έτος Γ’, περίοδος Β’, φύλλο 966) | 9. Γεράσιμος Παπατρέχας, Ιστορία του Αγρινίου, Έκδοση Δήμου Αγρινίου 1991, σελ. 150 – 151. | 10. Ιερός ναός Αγίας Τριάδας Αγρινίου, Λήμμα της ηλ. εγκυκλοπαίδειας Βικιπαίδεια, το οποίο επικαλείται ως πηγές, τα Γ.Α.Κ. και το αρχείο του συγκεκριμένου ναού. | 11. Κώδιξ χειρογράφων Ιεράς Μονή Προυσού φφ. 157-158 . Δες επίσης, Γ. Κόλιας – Π. Χριστόπουλος, Κτηματολόγιον της Μονής Προυσού, επιστημονική Επιτηρίς Ερευνών του Πανεπιστημίου Αθηνών, τόμος β, 1970, σελ. 343-344. Δες επίσης, Γεράσιμος Παπατρέχας, Ιστορία του Αγρινίου, ό.π. σελ. 153. [Η συνέχεια της καταγραφής έχει ως ακολούθως: «…Έχει και κατούνα βαένια τρανά τέσσερα, μικρά δύο, ταλάρια δύο, κοφίνες πλεκτές τρεις, σεντούκια δύο, βαρέλα παλαιά μία, ρακοβαρέλαν μίαν, οκάδων 45, ένα καζάνι με όλον του το τακίμ, καπάκι δηλαδή και λουλάν, το οποίον καζάνι πιάνει μέσα οκάδες 48, ένα σατήλι με άλυσον διά το ύδωρ του πηγαδιού, ένα ιμπρίκι και λεένι διά νίψιμον, μπότζα μίαν, οκά μία, ταψί ένα, ταβάς ένας, σινί ένα, τετγερέδια με τα καπάκια τους 3, σαγόνια 5, απλάδες μεγάλες δύο, τζάπες διά το αμπέλι 9, τζαπιά στενά , κασμάς ένας, τζεκούρι ένα, δρεπάνια τέσσερα, κιλίμι ένα δύο καρδάρες μέτρο των γεννημάτων, άλλες δύο γαλατοκαρδάρες». Στη συνέχεια το κείμενο αναφέρεται σε άλλα περιουσιακά στοιχεία της μονής στο Ρουπακιά και αλλού]. | 12. Νίκου Καπώνη, Δύο μνημεία του Αγρινίου του 19ου αιώνα: Ο Άγιος Χριστόφορος και το αρχοντικό Σωχωρίτη, συλλογικός τόμος με τίτλο: Η μνήμη του Επαρχιακού αστικού τοπίου: Το Αγρίνιο μέχρι τη δεκαετία του ’60, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2005, σελ. 145-160 | 13. Παπαγιάννης Π. Αρχ., Οι ναοί του Αγρινίου, σελ. 206 – 207. Δες επίσης, Βίος και ακολουθία του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Χριστοφόρου, έκδοση του Ι. Ναού Αγίου Χριστοφόρου Αγρινίου, Αγρίνιο 1971, υπότιτλος της εικόνας στη σελίδα 15. Δες επίσης, Νίκου Καπώνη, ο.π., σελ. 150. | 14. Ελένη Γιαννακοπούλου, Η διαμόρφωση του κοινωνικού ιστού στο Βραχώρι (19ος – α΄ μισό του 20ού αιώνα), συλλογικός τόμος με τίτλο: Η μνήμη του Επαρχιακού αστικού τοπίου: Το Αγρίνιο μέχρι τη δεκαετία του ’60, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2005, σελ. 43 | 15. Ελένη Γιαννακοπούλου, Η διαμόρφωση του κοινωνικού ιστού στο Βραχώρι ό.π. σελ. 43. | 16. Διονύσιος Μιτάκης, Εποικισμός Ηπειροσουλιωτών στο Βραχώρι, Μέρος Β’, Στερεά Ελλάς, Ιούλιος 1988, σ. 198. | 17. Ευάγγελος Α. Παπαστράτος, Η δουλειά κι ο κόπος της – Από τη ζωή μου, εκδόσεις Gema, Αθήνα 2012, σελ. 42-45. 18. Ημερήσιος και τοπικός τύπος της εποχής (Εφημερίδες «Ακρόπολις», «Νεολόγος Πατρών» και «Πελοπόννησος» των ημερών της Μεγάλης εβδομάδας. | 19. Επήλυς: αλλοδαπός, ξένος, ξενοφερμένος, ξενόφερτος. | 20. ΔΡΩ -Κίνηση Πολιτών για την Αιτ/νία (Δείτε ΕΔΩ).
Φωτογραφία ανάρτησης: Οι ζεϊμπέκηδες της Μεγάλης Παρασκευής του Αγρινίου. Φωτογραφία Πάνος Καλτσάς
Κείμενο: Λευτέρης Τηλιγάδας – archeionagriniouemerologio.blogspot.com